Άρης Σερβετάλης: Αυτό που αντιπροσωπεύει η Ορθοδοξία όχι μόνο οπισθοδρομικό δεν είναι… Είναι πολύ μπροστά

Άρης Σερβετάλης: Αυτό που αντιπροσωπεύει η Ορθοδοξία όχι μόνο οπισθοδρομικό δεν είναι… Είναι πολύ μπροστά

 Μιλώντας για σχέσεις, είστε παντρεμένοι με την Έφη Μπίρμπα, όπως επίσης συνεργάζεστε σε επαγγελματικό επίπεδο εδώ και αρκετά χρόνια. Πώς λειτουργεί αυτό μεταξύ σας;

Με την Έφη πάντοτε ήμασταν σε μία διαδικασία να φτιάχνουμε πράγματα. Από το να κατασκευάσουμε έπιπλα μέχρι να φτιάξουμε παραστάσεις. Έτσι λειτουργούμε, οπότε δεν είναι κάτι καινούργιο για εμάς. Εδώ και εννέα χρόνια που δουλεύουμε κυρίως στο θέατρο, νομίζω ότι είναι ωραίο γιατί αναπτύσσεται ένας πολύ ισχυρός κώδικας, δεν χρειάζονται πολλά λόγια και κατευθυνόμαστε αμέσως προς την ουσία του πράγματος. Ύστερα, πάντα χρειάζεται να οριοθετήσεις τις περιοχές ώστε να μην μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου.

 

 

 

 

 

Άρα δεν έχετε αισθανθεί ότι ήρθε η ώρα να «αποχωριστείτε» ο ένας τον άλλον επαγγελματικά;

Δεν το έχουμε αισθανθεί γιατί παράλληλα κάνουμε κι άλλα πράγματα. Η Έφη κάνει σκηνογραφίες με άλλους καλλιτέχνες, εγώ παίζω και με άλλες ομάδες, επομένως βοηθάει αυτό.

 

 

 

 

Ήσουν από τους πρώτους που συνεργάστηκαν με τον Γιώργο Λάνθιμο, πρωταγωνίστησες στην πρώτη του ταινία, την Κινέττα, το 2005. Τι θυμάσαι;

Ο Γιώργος είναι μία πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Από την πρώτη ταινία καταλάβαινες ότι αυτό που λέμε «το έχει» είναι σε υπέρμετρο βαθμό. Αισθανόσουν κατευθείαν εμπιστοσύνη γιατί ήξερες ότι αυτό που βλέπεις στο μόνιτορ έχει την ικανότητα να σου πει πράγματα.

 

 

Δημιουργούσε τις συνθήκες να αυτοσχεδιάσεις και στην Κινέττα αισθάνθηκα πολύ ευλογημένος που το έκανε αυτό, τραβώντας σε φιλμ. Είναι πολύ γενναιόδωρο να αυτοσχεδιάζεις στην κάμερα με το ρίσκο… Ξέρεις, ακούς τη μηχανή που τρέχει το φιλμ και μαζί τρέχουν και χρήματα. Δεν είμαστε και στην Αμερική που ρέει το χρήμα.

 

 

 

 

 

Πόσο μάλλον στην πρώτη ταινία…
Και σε μία σχεδόν ανεξάρτητη παραγωγή, γιατί η Κινέττα έγινε με 6-7 ανθρώπους. Ήταν τρομερή εμπειρία.

Το βλέπω στο χαμόγελό σου!
Μα ήταν. Ήμασταν 5 άτομα, το αρχικό σενάριο ήταν 5 σελίδες, έγινε με πρόβα, αυτοσχεδιασμούς και κατευθύνσεις του Γιώργου, με την Βαγγελιώ Ράντου και τον Κώστα Ξυκομηνό… ήταν πολύ ιδιαίτερη κατάσταση.

 

 

 

 

Και πώς «συναντηθήκατε;»
Εγώ τότε είχα αποσυρθεί από την υποκριτική και δούλευα σε μαραγκοδουλειές. Μου τηλεφώνησε να μου πει ότι κάνει μία ταινία. Και έκανα αυτήν την επαναφορά.

 

 

 

 

 

Άρα αυτός ευθύνεται που επέστρεψες στην υποκριτική;
Αυτός ευθύνεται. Έπεσε πολλή «αγαπόσκονη», πολλή αγάπη για να γίνει η ταινία αυτή.

 

Βέβαια, δεν έχει εισπράξει τις καλύτερες κριτικές στην Ελλάδα για αυτήν την ιδιαίτερη ματιά, το ξέρεις αυτό.
Αυτό έχει να κάνει με τα γούστα και την αισθητική του καθενός, δε μπορείς να πεις κάτι. Σίγουρα όμως και να μη σου αρέσει ο τρόπος αφήγησής του ή οι ιστορίες του, δε μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι είναι άριστος τεχνίτης ως προς την κατασκευή της ταινίας, του κάδρου και του πλάνου, συνεπώς είναι από τους κορυφαίους παγκοσμίως.

 

 

 

 

 

 

Κι αν δεν σε είχε πάρει τηλέφωνο, τι θα γινόταν;
Εντάξει, ίσως να έβλεπα την Κινέττα με κάποιον άλλο, να πάθαινα ζημιά και να έλεγα «μήπως να κάνουμε καμιά ταινιούλα;»

Τι μπορεί να σε κάνει να επιστρέψεις στην τηλεόραση;
Ένα καλό σενάριο και… επέστρεψα.

Τόσο απλά;
Ε και τι άλλο;

 

 

 

 

 

 

Μήπως πάθαινες λέω, ξανά κάτι σαν overdose όπως στο «Είσαι το ταίρι μου»;

Όχι πλέον, μπορώ να το διαχειριστώ αυτό το πράγμα ή τουλάχιστον έτσι αισθάνομαι. Ξέρεις, δεν μας δίνονται ευκαιρίες να κάνουμε πολλές ταινίες. Ξεκινάς, παίρνει αναβολή, ξαναπαίρνει αναβολή, είναι ψυχοβγαλτικό. Άρα πού μπορείς να δουλέψεις εκτός θεάτρου; Στην τηλεόραση. Η τηλεόραση είναι μία άρπα – κόλλα κατάσταση με την έννοια «τα λες» και τέλος. Υπήρχαν και περιπτώσεις με πολύ ωραία σενάρια και προσεγμένες παραγωγές και νομίζω ότι αξίζει να επανέλθει σε μια τέτοια κατάσταση. Σε όλο τον κόσμο γίνονται καταπληκτικές σειρές. Ίσως σε σαράντα χρόνια να γίνουν εδώ πέρα.

 

 

 

 

Από τον κωμικό Λάζαρο στην τηλεόραση, βρέθηκες σε ρόλους πιο «ψαγμένους» στο θέατρο. Το είδος που επιλέγεις έχει να κάνει με το μέσο όπου παίζεις;

Μου αρέσει πολύ το χιούμορ, αλλά ένα ιδιόμορφο χιούμορ που ισορροπεί μεταξύ του κάτι συμβαίνει εδώ και κάτι δεν συμβαίνει. Μου αρέσει αυτός ο μετεωρισμός. Αυτό υπάρχει σε όλες τις παραστάσεις που συμμετέχω, γιατί είναι κάτι που μου αρέσει να φέρνω. Εξαρτάται λοιπόν από την κλίμακα, αλλού η δόση είναι μεγαλύτερη και αλλού μικρότερη. Δε νομίζω πάντως, ότι στο θέατρο ότι υπάρχει μία άλλου είδους αντιμετώπιση από ό,τι στην τηλεόραση.

 

 

 

 

 

Κάνοντας έναν απλοϊκό συσχετισμό, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ηθοποιούς όπως ο Μάθιου Μακόναχι και η Σαρλίζ Θίρον που χρειάστηκε να μεταμορφωθούν για ρόλους τους ώστε να μπορέσουν να βραβευθούν.

Είναι άλλες οι αγορές εκεί, πρόκειται για ολόκληρη βιομηχανία. Και σου λέει ο άλλος «με αυτό το είδος ταινιών μου τα φέρνεις, με αυτό θα συνεχίσουμε να παίζουμε. Αν γίνεις κάτι άλλο, μπορεί να μην κόψουμε πολλά εισιτήρια.»

 

 

 

Αισθάνεσαι ότι υπάρχει τέτοιος συσχετισμός αναφορικά με την δική σου μετάβαση από Λάζαρος σε ρόλους όπως ο Δον Κιχώτης ή ο Ριχάρδος Β’;

Όχι δεν αισθάνθηκα ότι προσπάθησε να με βάλει κάποιος σε καλούπια και άρα έπρεπε να βγω, γιατί εγώ μετά το «Είσαι το ταίρι μου» αποσύρθηκα για περίπου δύο χρόνια και μου έκανε καλό για την επανατοποθέτησή μου. Αν συνέχιζα, δεν ξέρω, μπορεί να έκανα παρόμοια πράγματα.

 

Δεν θυμάμαι και τις προτάσεις που είχα τότε για να σου πω… Πάντως, αντιμετωπίζω την υποκριτική όπως ένα παιχνίδι. Πιο πολύ μου δίνει την δυνατότητα να συνεχίζω να παίζω όπως όταν ήμουν μικρός- όχι με την έννοια του χαοτικού παιχνιδιού, αλλά ακριβώς όπως παίζουν τα παιδιά.

 

 

 

 

 

Είναι η υποκριτική ένας τρόπος έκφρασης για τους εσωστρεφείς ανθρώπους;

Μπορεί, δεν αποκλείεται. Είναι οξύμωρο γιατί στην υποκριτική χρειάζεται να αποδεχτείς την έκθεση. Ταυτόχρονα όμως, εκτίθεσαι μέσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον που είναι η σκηνή, το σετ… Επομένως, έχει πολλές αντιθέσεις και δεν έχω καταλήξει να σου πω την αλήθεια τι ακριβώς συμβαίνει με την υποκριτική.

 

 

Προσωπικά έχω κολλήσει με αυτό που κάνουν τα παιδιά. Γιατί έτσι όπως παίζουν, εναλλάσσουν τόσους χαρακτήρες και διαθέσεις ανάλογα με το παιχνίδι που παίζουν, με τέτοια ευκολία, τόσο άμεσα και χωρίς να θέλουν να πουν «άσε με λίγο μαμά, γιατί τώρα δεν ξέρω ποιος είμαι. Θέλω ένα μισάωρο για να δω, γιατί είμαι ο καουμπόης ακόμα.» (γέλια) Νομίζω ότι δεν το λένε αυτό. Ή το φωνάζει να πάει να φάει ενώ είναι καουμπόης, διαμαρτύρεται, εν τέλει πηγαίνει, αλλά δεν τρώει σαν καουμπόης. (γέλια)

 

 

 

 

 

 

 

Στον δρόμο σου μιλάει ο κόσμος;

Τώρα είναι πιο ήσυχα, πιο ανθρώπινα τα πράγματα. Στην περίοδο του «Είσαι το ταίρι μου» ήταν πολύ πιο δύσκολα. Αισθανόμουν πολύ αμήχανα, γιατί ο άλλος νιώθει ότι σε γνωρίζει και δεν υπάρχει μέτρο. Μερικές φορές είναι τόσο αυθόρμητη η αντίδρασή τους που αισθάνεσαι κάπως… παραβιασμένος. Βέβαια, δεν το κάνουν με κακή πρόθεση.

 

 

 

 

Τότε, ίσως έφταιγε και ο ρόλος που ήταν φευγάτος.
Ναι ίσως. Ακόμη κυριαρχεί ο Λάζαρος, αλλά τελευταία μου λένε και για τις παραστάσεις, μου κάνουν κάποια σχόλια.

 

Μετάνιωσες που μίλησες για την πίστη σου στην Ορθοδοξία;

Να το έχω μετανιώσει για ποιον λόγο; Για να μην χαρακτηριστώ παλιομοδίτης;

 

 

 

Γραφικός… Ξέρεις τώρα τι λέγεται. Εγώ όταν το λέω πάντως, αυτό εισπράττω.
Δεν με πειράζει καθόλου, δε με ενδιαφέρει. Αυτό που αντιπροσωπεύει η Ορθοδοξία όχι μόνο οπισθοδρομικό δεν είναι… Είναι πολύ μπροστά. Έτσι, όταν το λέει αυτό κάποιος, μου δηλώνει αυτόματα ότι δεν έχει ασχοληθεί καθόλου. Επομένως, δε με πειράζει. Το «γραφικός» δε μπορεί να το πει κάποιος που γνωρίζει την σημασία της. Αν θέλει κάποιος να μιλήσει, μπορούμε να κάνουμε μία πολύ ωραία κουβέντα πάνω σε όλα αυτά.

 

 

 

 

 

 

Αισθάνεσαι άσχημα με τις ρητορικές μίσους που κατά καιρούς έρχονται στο φως της δημοσιότητας από επικεφαλής της Εκκλησίας;

Δεν είμαι σε θέση να κρίνω αυτούς τους ανθρώπους. Αυτό που λέω στον εαυτό μου είναι ότι οι άνθρωποι που στελεχώνουν την εκκλησία είναι και αυτοί άνθρωποι με αδυναμίες και πλεονεκτήματα. Δεν είναι το τέλειο. Το τέλειο είναι αυτό που αντιπροσωπεύουν. Είναι αγωγοί.

 

Αυτό που λένε ότι πρέπει να ψάξεις για να βρεις τον πνευματικό σου, έχει πολύ μεγάλο νόημα. Γιατί θα βρεις τον άνθρωπο που επειδή είναι αγωγός θα σου δημιουργήσει και θα καλλιεργήσει την σχέση με τον Θεό. Άρα, δένεσαι μαζί του και αυτός σε οδηγεί σε μία σχέση που είναι πέραν του κόσμου τούτου, σε μία σχέση αιώνια.

 

 

 

 

 

Σε βοήθησε η πίστη σου;

Όχι απλά με βοήθησε, μου άλλαξε τη ζωή. Βλέπω τα πράγματα με τελείως διαφορετικό μάτι. Το «βοήθησε» δεν είναι η σωστή λεξη, αλλά το «μετατόπισε».

 

 

 

 

Γιατί μία μεγάλη μερίδα του κόσμου έχει σταματήσει να πιστεύει;

Δεν έχει σταματήσει, νομίζω ότι δεν έχει γίνει από επιλογή αυτό το πράγμα, αλλά έχει γίνει επειδή έχουν αφεθεί.

Όταν αφήνεσαι, δεν έχεις «εποπτεία», δένεσαι με την ύλη… Εκεί έχει χαθεί αυτή η σχέση. Ακόμη και να αποκτήσεις τα περισσότερα αγαθά, να τα έχεις όλα, νομίζω ότι το κενό πάλι θα υπάρχει. Και τον Θεό δε μπορείς να τον αντικαταστήσεις, είμαστε κατασκευασμένοι για να έχουμε μία τέτοια σχέση μαζί του. Άρα όταν κάποιος δεν έχει Θεό, έχει τα χρήματα, την καριέρα, την επιστήμη του, αλλά και πάλι αυτό είναι το μέσο, όχι ο σκοπός. Εμείς το κάνουμε σκοπό, το κάνουμε θεότητα, είδωλο.

 

 

 

Aισθάνεσαι αντιστάρ όπως σε έχουν «βαφτίσει»;
Κι αυτό τίτλος αθλητικών εφημερίδων είναι. Δεν έχω καμία σχέση με όλο αυτό. Σταρ είναι ένας τύπος πχ στην Αμερική ως κατασκεύασμα της βιομηχανίας του θεάματος.

πηγη

ΑπόψειςΆρης ΣερβετάληςΔον ΚιχώτηΟρθόδοξαΠολιτισμός