Ο δρόμος μέχρι το Μοναστήρι ήταν δύσβατος και γι’ αυτό αρκετά κουραστικός. Ο Άγιος, για να υπερνικά αυτές τις δυσκολίες, χρησιμοποιούσε κάποιο απλό αυτοκίνητο, για να διασχίσει τον βουνήσιο δρόμο που οδηγούσε στο Μοναστήρι.
Σε μια λοιπόν τέτοια επίσκεψή του συνάντησε στο δρόμο του μια γερόντισσα, κι αμέσως κατάλαβε ότι κι αυτή κατευθυνόταν με τα πόδια προς το Μοναστήρι. Τότε ο Άγιος έκανε νόημα στον οδηγό να σταματήσει και προσκάλεσε τη γριούλα να ανέβει στο αυτοκίνητο, γιατί, όπως της εξήγησε, κι εκείνος πήγαινε όπου και αυτή.
–Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου, του απάντησε η γριούλα, αλλά εγώ είμαι φτωχή.
Ο Άγιος τότε της χαμογέλασε και τη διαβεβαίωσε ότι δεν θα πλήρωνε τίποτε, μια και το αυτοκίνητο ήταν νοικιασμένο από εκείνον.
Τότε η γερόντισσα του είπε:
–Δεν το ’πα γι’ αυτό, παιδί μου. Αλλα επειδή εγώ είμαι φτωχή, δεν έχω τιποτα άλλο να προσφέρω στον Άγιο περα από τον κόπο μου αυτό.
Τότε ο Άγιος χτύπησε μεμιάς το μέτωπό του ως ένδειξη κατάπληκτου θαυμασμού και μονολόγησε:
–Αχ, Ιουστίνε, έγινες καθηγητής Θεολογίας, κι όμως! Την ευσέβεια αυτής της γερόντισσας απέχεις πολύ για να τη φτάσεις.
Στράφηκε τότε και πάλι στον οδηγό. Τον πλήρωσε, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και συνέχισε πεζός μαζί με τη γριούλα τον υπόλοιπο δρόμο έως το Μοναστήρι.
Στην εποχή των ανέσεων και της λογικής ίσως αδυνατούμε να εννοήσουμε βαθύτερα την προσφορά της γριούλας αλλά και τον θαυμασμό της ενέργειάς της από τον Άγιο.
Γιατί μάθαμε στην άνεση και στις ευκολίες.
Γιατί απεχθανόμαστε τον κόπο και την κακοπάθεια. Όλα τα μπορούμε πλεον με το πάτημα ενός κουμπιού. Μάθαμε να δωρίζουμε από το περίσσευμα, όχι από το υστέρημα. Καί στο Θεό και στους ανθρώπους. Μάθαμε ν’ αγαπούμε από συμφέρον η έστω από συμπάθεια και όχι έμπονα και θυσιαστικά. Γι’ αυτό και αυθόρμητα αναδύεται το ερώτημα: Γιατί πρέπει να κουραστούμε; Έχει ανάγκη ο Θεός τη σωματική μας καταπόνηση; Όχι φυσικά. Ο Θεός δεν έχει να ωφεληθεί σε τίποτε από τη δική μας άσκηση. Όμως η άσκηση είναι η μητέρα του αγιασμού, και η κακοπάθεια η γεννήτρα της αρετης.
Γι’ αυτό και η κατάκτηση της οποιασδήποτε αρετής προϋποθέτει κόπο, ασκηση και προσπάθεια, για να φέρει καρπο. Γιατί ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική ενότητα, και το σώμα βοηθά την ψυχή, όπως επίσης και η ψυχή εκφράζεται και με το σώμα.
Προσευχή θέλεις να κάνεις; Χρειάζεται κόπος. Να γονατίσεις, να σταθείς ορθιος, να συγκεντρώσεις το μυαλό σου.
Στη Λατρεία θέλεις απερίσπαστος να συμμετέχεις; Κι εδώ κόπος χρειάζεται για να συγκεντρωθείς και να εκφράζεσαι προσευχητικά όπως το σώμα των πιστων.
Τα πάντα χρειάζονται κόπο. Καί ο κοπος αυτός εκφράζει τον πόθο των ανθρώπων να βρούν τον Θεό. Όμως ο κοπος αυτός είναι χαρά κι ανάπαυση. Χαρά και ανάπαυση που εκπηγάζουν από την πίστη ότι ο κόπος είναι προσφορά που γίνεται ευπρόσδεκτη, είτε προσφέρεται στο Θεό είτε στο συνανθρωπο.
Είναι διάχυτο αυτό το πνεύμα της προσφοράς του κόπου μας στην Ορθόδοξη πνευματικότητα. «Δώσε αίμα, για να λάβεις πνεύμα». Γι’ αυτό και η Ορθόδοξη παράδοση έχει τις νηστείες, τις μετάνοιες, τις γονυκλισίες, τις αγρυπνίες και τόσα άλλα ως κατάθεση κόπου στον άγιο Τριαδικό Θεό και τους Αγίους εκ μέρους μας προς εκζήτησιν της χάριτός Του.
Προοδεύσαμε σήμερα. Κάναμε τη ζωή μας εύκολη και άνετη, όμως την ευσέβεια της Σερβίδας γριούλας όχι μόνο δεν την έχουμε, αλλά δυστυχώς την απεμπολήσαμε και ως φρόνημα!
Περιστατικό από τη ζωή του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς.
Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ” Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς