Απαράδεκτη από χριστιανική άποψη είναι η ευθανασία

Απαράδεκτη από χριστιανική άποψη είναι η ευθανασία

α) ως σκόπιμη παρέμβαση για την απαλλαγή του ανθρώπου από ανίατη ασθένεια η ανυπόφορους σωματικούς η ψυχικούς πόνους και

β) ως διακοπή προσφοράς των μέσων επιβιώσεως για τον ίδιο σκοπό.
Η πρώτη μορφή ευθανασίας, που χαρακτηρίζεται και ως ενεργητική ευθανασία, αποτελεί μορφή αυτοκτονίας η υποβοηθούμενη αυτοκτονία, όταν γίνεται με τη θέληση του ασθενούς, η φόνου, όταν γίνεται χωρίς τη θέλησή του. (Εξάλλου η αυτοκτονία έρχεται σε αντίθεση προς τη ρητή εντολή του Θεού «ου φονεύσεις». Στην πατερική γραμματεία η αυτοκτονία χαρακτηρίζεται ως αμάρτημα βαρύτερο από τον φόνο, ενώ η Εκκλησία αρνείται να προπέμψει τους αυτόχειρες με νεκρώσιμη ακολουθία, εξαιρώντας τους ψυχικά ασθενείς). Η δεύτερη μορφή, που χαρατκτηρίζεται και ως παθητική ευθανασία, δεν μπορεί να μη διαφοροποιείται από την πρώτη. Τέλος υπάρχει και η έμμεση ευθανασία, που επέρχεται ως μη επιδιωκόμενη παρενέργεια από τη χρήση… φαρμάκων για την καταπολέμηση του αφόρητου πόνου.

…Η νομιμοποίηση της ευθανασίας δεν αποτελεί κάποιο επιμέρους σύμπτωμα της κοινωνίας, αλλά σημαντικό δείκτη, που φανερώνει ουσιαστική διαφοροποίηση στη θεώρηση της ζωής, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργεί νέα ήθη στην κοινωνία και την ιατρική. Η διάδοση της εκκοσμικεύσεως και η αντίστοιχη χαλάρωση της θρησκευτικής θεωρήσεως της ζωής συνέβαλαν αποφασιστικά στην προώθηση της κοινωνικής «ανομίας». Αυτή είναι φυσικό να συντελεί στην αύξηση όχι μόνο των ανομικών αυτοκτονιών, αλλά και της καταφυγής στην ευθανασία. Ο άνθρωπος θωρακίζεται στην ατομικότητά του, χάνει τη θρησκευτική του πίστη και θεωρεί τη διατήρηση η τον τερματισμό της ζωής ως ατομικό δικαίωμα. Από την άλλη πλευρά επιβάλλεται στην κοινωνία κάποια άλλη αντίληψη για την ιατρική και τον γιατρό. Η ιατρική, όπως και ο γιατρός, δεν καλείται μόνο να θεραπεύει τους ασθενείς, αλλά και να τους θανατώνει.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί ως απιστία προς την πρόνοια του Θεού κάθε θάνατο που προκαλείται από τη δειλία του ανθρώπου να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής. Αντίστοιχα αποδοκιμάζει «ως αντιδεοντολογική και προσβλητική του ιατρικού λειτουργήματος» και κάθε ιατρική πράξη που δεν συντελεί στην παράταση της ζωής αλλά επισπεύδει τον θάνατο. Κατά τη διδασκαλία όμως της Εκκλησίας η ζωή και ο θάνατος του Χριστιανού δεν αφορούν μόνο τον εαυτό του, αλλά συνδέονται άμεσα με τους συνανθρώπους του και προπαντός με τον ίδιο τον Θεό. Έτσι η ζωή και ο θάνατος δεν τοποθετούνται κάτω από το πρίσμα των ατομικών δικαιωμάτων αλλά στο πλαίσιο της κοινωνίας με τον Θεό και τον πλησίον.

…Η εφαρμογή της ευθανασίας γίνεται συνήθως με επίκληση της «ποιότητας ζωής». Και η ποιότητα ζωής στην εποχή μας εκτιμάται με υλιστικά και ευδαιμονιστικά κριτήρια. Η εκτίμηση όμως αυτή είναι μονοδιάστατη και μυωπική. Η ζωή του ανθρώπου δεν είναι μόνο βιολογική αλλά και πνευματική. Ιδίως ενώπιον του θανάτου, όπως και ενώπιον άλλων οριακών καταστάσεων (π.χ. πόνου, αγωνίας), η πνευματική διάσταση της ζωής γίνεται περισσότερο αισθητή. Αυτό σημαίνει ότι και η ποιότητα της ζωής πρέπει να υπολογίζεται σφαιρικά. Γι΄ αυτό και η καλύτερη προστασία της γίνεται, όταν ενισχύεται ο άνθρωπος να υπομένει όλες τις καταστάσεις της ζωής, οπότε μπορεί να έχει και τον αξιοπρεπέστερο θάνατο.

Σε τελική ανάλυση ο άνθρωπος καλείται να πολεμήσει ενάντια στη θνητότητά του. Και ο πόλεμος αυτός είναι φυσικό να κορυφώνεται ενόψει του θανάτου. Όταν δεν υπάρχει ελπίδα για μεταθανάτια ζωή και όλα αντιμετωπίζονται εγκοσμιοκρατικά και ευδαιμονιστικά, τότε η κατάφαση στην ευθανασία γίνεται αυτονόητη. Όταν όμως υπάρχει πίστη στον Θεό και τη μεταθανάτια ζωή, η πολύ περισσότερο, όταν εκείνη η ζωή θεωρείται ως αληθινή και η παρούσα ως στάδιο προετοιμασίας, τότε τίποτε δεν μπορεί να οδηγήσει στην απαξίωση και τον εκούσιο τερματισμό της με οποιαδήποτε μορφή ευθανασίας.

Η Εκκλησία δεν μένει αδιάφορη μπροστά στον ανθρώπινο πόνο. Ιδιαίτερα δεν αδιαφορεί για τον δυσβάστακτο πόνο, με τον οποίο συνδέεται συχνά το τέλος της ζωής του ανθρώπου. Με την ακολουθία για τον ψυχορραγούντα συμπαρίσταται και παρακαλεί για την απαλλαγή του από την αφόρητη οδύνη και την πικρή ασθένεια, ενώ ταυτόχρονα εύχεται την αιώνια ανάπαυσή του.

Η πίστη στην πρόνοια του Θεού καλεί τον Χριστιανό να αντιμετωπίζει θετικά όχι μόνο την υγεία η την ευτυχία, αλλά και την ασθένεια, τον πόνο η τη συμφορά. Ο Θεός δεν επιτρέπει τα κακά, για να βλάψει η να αποδυναμώσει τον άνθρωπο, αλλά για να ωφελήσει και να τον ενισχύσει. Αρκεί αυτός να μη βλέπει τη ζωή με μοναδικό γνώμονα την ευχαρίστηση και τη σωματική υγεία, αλλά να λαμβάνει υπόψη και την πνευματική της διάσταση. Όταν ασθενώ, γράφει ο Απόστολος Παύλος, «τότε δυνατός ειμι». Η διαπίστωση αυτή αποτελεί κοινό τόπο στην πνευματική ζωή.

Στην εποχή μας, που χαρακτηρίζεται για το ευδαιμονιστικό πνεύμα της, ο θάνατος αντιμετωπίζεται επίσης με ευδαιμονιστικά κριτήρια και η ευθανασία ταυτίζεται με τον εύκολο θάνατο. Η προοπτική της μεταθανάτιας ζωής του ανθρώπου η η σπουδαιότητα της υπομονής για την πνευματική τελείωση και το αιώνιο συμφέρον του παραθεωρούνται. Παράλληλα ατονεί η εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού. Έτσι όλα θεωρούνται ανθρωποκεντρικά και εγκοσμιοκρατικά στερώντας από τη ζωή την προοπτική της αιωνιότητας και από τον άνθρωπο το ιδεώδες της πνευματικής τελειώσεως και της αληθινής ελευθερίας.

Πηγή: (Από το βιβλίο «Χριστιανική ηθική ΙΙ», του Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, καθηγητή Θεολογικής ΑΠΘ), από Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό

 

 

ευθανασία