Απόστολος και Ευαγγέλιο,Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου Α’ Λουκᾶ

Ἀπόστολος | Εὐαγγέλιον | Ἦχος – Ἑωθινόν Εὐαγγέλιον

ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Β’ Γ´ 10 – 15
10 Συ όμως έχεις παρακολουθήσει την διδασκαλίαν, την συμπεριφοράν και αναστροφήν μου, τας αγνάς μου διαθέσεις, την φωτισμένην και ζωντανήν πίστιν μου, την μακροθυμίαν μου, την αγάπην και την υπομονήν μου. 11 Εχεις παρακολουθήσει ακόμη εκ του πλησίον και είδες τους διωγμούς και τα παθήματα, που μου έγιναν εις την Αντιόχειαν, στο Ικόνιον, εις τα Λυστρα. Ποσον φοβερούς διωγμούς υπέφερα τότε! Και όμως από όλους με εγλύτωσεν ο Κυριος! 12 Αλλά και όσοι θέλουν να ζουν με την ευσέβειαν, που διδάσκει και εμπνέει ο Ιησούς Χριστός, θα υποστούν διωγμούς. 13 Ανθρωποι δε κακοί και μοχθηροί, πλάνοι και απατεώνες θα προκόψουν στο χειρότερον πλανώντες τους άλλους, πλανώμενοι και οι ίδιοι. 14 Συ όμως μένε σταθερός εις εκείνα, που έμαθες, και την αλήθειαν των οποίων την έχεις πλέον βεβαιωθή, έχων υπ’ όψιν σου και από ποιόν διδάσκαλον εδιδάχθης αυτά. 15 Και μη λησμονής, ότι από αυτήν ακόμη την πλέον απαλήν ηλικίαν σου γνωρίζεις τας Αγίας Γραφάς, αι οποίαι ημπορούν να σε κάμουν σοφόν και συνετόν εις τας αληθείας, που οδηγούν εις την σωτηρίαν, δια της πίστεως στον Ιησούν Χριστόν,

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε´ 1 – 11

1 Ενώ δε τα πλήθη τον περιτριγύριζαν εις πυκνάς μάζας και τον εστρίμωχναν, δια να ακούουν τον λόγον του Θεού, αυτός εστέκετο πλησίον της λίμνης Γεννησαρέτ. 2 Και είδε δύο πλοία αραγμένα και ακίνητα εκεί κοντά εις την λίμνην· οι ψαράδες είχαν βγη από αυτά και έπλυναν τα δίκτυα εις την παραλίαν. 3 Και αφού εμπήκε εις ένα από αυτά, που ανήκε στον Σιμωνα, τον παρεκάλεσε να προχωρήση εις μικράν απόστασιν από την ξηράν. Και καθίσας εδίδασκε από το πλοίον τα πλήθη του λαού. 4 Οταν δε έπαυσε να ομιλή, είπε στον Σιμωνα· “ξαναφέρε το πλοίον πάλιν εις τα ανοικτά της λίμνης και ρίξτε τα δίκτυά σας για ψάρεμα”. 5 Και αποκριθείς ο Σιμων του είπε· “διδάσκαλε, όλην την νύκτα, που είναι κατάλληλες οι ώρες για ψάρεμα, εκοπιάσαμε ρίχνοντες τα δίκτυα και δεν επιάσαμε τίποτε. Αλλά, θα υπακούσω στον λόγον σου και θα ρίξω το δίκτυ”. 6 Και αφού έκαμαν τούτο, έκλεισαν πολύ πλήθος ιχθύων· ήρχισε δε να σχίζεται το δίκτυον από το πολύ βάρος. 7 Και επροσκάλεσαν με νεύματα τους συνεταίρους των, που ήσαν στο αλλο πλοίον, να έλθουν, δια να πιάσουν μαζή με αυτούς τα δίκτυα με τα ψάρια. Και εκείνοι ήλθαν και εγέμισαν και τα δύο πλοία τόσον πολύ, ώστε εκινδύνευσαν να βυθισθούν. 8 Οταν δε ο Σιμων είδε το θαυμαστόν αυτό γεγονός, έπεσε κάτω εμπρός εις τα γόνατα του Ιησού και είπε· “Κυριε, έβγα από το πλοίον μου, διότι εγώ είμαι ένας άνθρωπος αμαρτωλός και δεν μου αξίζει να ευρίσκομαι τόσον κοντά σου”. 9 Τα είπε δε αυτά, διότι κατέλαβε αυτόν και όλους εκείνους, που ήσαν μαζή του, μεγάλη έκπληξις, δια το πλήθος των ψαριών, που είχαν κλείσει εις τα δίκτυα. 10 Η ίδια δε έκπληξις κατέλαβε τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην, τα παιδιά του Ζεβεδαίου, που ήσαν συνεταίροι του Σιμωνος. Και είπεν ο Ιησούς προς τον Σιμωνα· “μη φοβάσαι· από τώρα θα πιάνης με τα δίκτυα του κηρύγματός σου ζωντανούς ανθρώπους και θα τους οδηγής εις την βασιλείαν των ουρανών”. 11 Και αφού έφεραν πάλιν εις την ξηράν τα πλοία, αφήκαν ολα, και ψάρια και δίκτυα και πλοία, και ηκολούθησαν ως πιστοί μαθηταί τον Χριστόν.

Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα

Απόστολος και ΕυαγγέλιοΕκκλησίαευαγγέλιοορθοδοξια