Όποιος δεν απελπίσθηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πώς υπάρχουνε κι άλλοι προστάτες γι’ αυτόν, παρεκτός του Θεού.
Κι εκεί πού τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέσα μου ένα θάρρος και μια αφοβία ακόμα πιο μεγάλη, κι ειρήνη με περισκέπασε, κι είπα τα λόγια πού είπε ο Ιωνάς μεσα απο το θεριόψαρο; «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεό μου και εισήκουσέ μου. Από την κοιλιά τον Άδη άκουσες την κραυγή μου, άκουσες τη φωνή μου. Άβυσσος άπατη με έζωσε. Το κεφάλι μου χώνεψε μέσα στις σκισμάδες των βουνών, κατέβηκα στη γης, πού την κρατάνε αμπάρες ακατάλυτες. Ας ανεβεί ή ζωή μου από τη φθορά προς εσένα, Κύριε ο Θεός μου. Την ώρα πού χάνεται ή ζωή μου, θυμήθηκα τον Κύριο.
Ας έρθει ή προσευχή μου στην αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγουνε μάταια και ψεύτικα θα παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μα εγώ θα σε φχαριστήσω και με φωνή αινέσεως θα σε δοξολογήσω». και πάλι δόξασα τον Θεό και τον φχαρίστησα γιατί μ’ έκανε αναίσθητο για τις ηδονές του κόσμου, τόσο πού να συχαίνουμαι όσα είναι ποθητά για τους άλλους, και να νοιώσω πώς είμαι κερδισμένος οπότε οι άλλοι λογαριάζουνε πώς είμαι ζημιωμένος. και γιατί πήρα δύναμη από Κεΐνον να καταφρονήσω τον σατανά, πού παραφυλάγει πότε θα λιγοψυχήσω, κι έρχεται και μου λέγει: «Πέσε προσκύνησε με, γιατί θα γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες πού βλέπεις». και πάλι ξανάρχεται και μου λέγει: «Ε, πώς χαίρεται ο κόσμος!
Ακούς τον αλαλαγμό, τις φωνές πού βγαίνουνε από τα παλάτια όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες και γυναίκες; Πέσε προσκύνησε με και σαν απλώσεις μοναχά το χέρι σου να τα πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημένος για την τέχνη σου. Γιατί να υποφέρεις, σε καιρό πού αυτοί χαίρουνται όλα τα καλά και τ’ αγαθά, μ’ όλο πού δεν έχουνε τη δική σου την αξωσύνη; Κοίταξε τη φτώχια σου, κι αν δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, λυπήσου την καϋμένη τη γυναίκα σου και το φτωχό το παιδί σου, πού υποφέρνουνε από σένα!». Αλλη φορά τον άκουγα, μ’ όλο πού δεν έκανα ότι μου έλεγε, μα τώρα τον άφησα να λέγει χωρίς να τον ακούσω ολότελα.
Έμενα ο νους μου ήτανε σε κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους πού δεν έχουνε ελπίδα, και σε κείνους πού τρώγανε και πίνανε κείνη τη νύχτα και πού χορεύανε με τις γυναίκες πού δεν έχουνε ντροπή, και σε κείνους πού μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράματα πού δεν μπορούνε να τ’ αποχωριστούνε σαν σιμώσει ο θάνατος, και πού καταγίνουνται να δέσουνε τον εαυτό τους με πιο πολλά σκοινιά, άντίς να τα λιγοστέψουνε.
Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί και τρεμάμενοι, και θέλουνε να ζεσταθούνε και γι’ αυτό ρίχνουνε από πάνω τους όλα αυτά τα πράματα, σαν τον θερμιασμένον πού ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως να ζεσταθεί. Λογαριάζω πώς οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί στο από μέσα πλούτος και γι’ αυτό έχουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά πού λένε χαρές και ηδονές, τα δοκίμασα κι εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κι εγώ πώς ήτανε στ’ αληθινά χαρά κι ευτυχία.
Μα γλήγορα κατάλαβα πώς ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πώς χοντραίνουνε την ψυχή και στραβώνουνε τα πνευματικά της μάτια, και τότε δε μπορεί να δει, και γίνεται κακιά κι αλύπητη στον πόνο τ’ αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεκτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα.
Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορμιού τους δεν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δεν έχουνε ειρήνη. Για τούτο θέλουνε να βρίσκονται μέσα σε φουρτούνα και να ζαλίζουνται, ώστε να θαρούνε πώς είναι φτυχισμένοι. Ή χαρά ή αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και μιαν ελπίδα της καρδιάς πού τις αξώνουνται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός.
Γι’ αυτό, Κύριε και Θεέ και πατέρα μου, καλότυχος οποίος έκανε σκαλούνια από τη φτώχια κι από τα βάσανα κι από την καταφρόνεση του κόσμου, για ν’ ανεβεί σε Σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος πού ένοιωσε την αδυναμία του αληθινά. Όσο πιο γλήγορα το κατάλαβε, τόσο πιο γλήγορα θα απογευτεί από το ψωμί πού θρέφει κι από το κρασί πού δυναμώνει, αν έχει την πίστη του σε Σένα. Αλλοιώς θα γκρεμνιστεί στο βάραθρο της απελπισίας.
Με τι λόγια να φχαριστήσω τον Κύριο μου, πού ήμουνα χαμένος και με χειροκράτησε, στραβός και μ’ έκανε να βλέπω; Εκείνος έστρεψε την λύπη μου σε χαρά. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο έλπίζων έπ’ Αυτόν».
Αδέλφια μου, δώστε προσοχή στα λόγια μου! Έτσι πού βλέπετε, έβλεπα κι εγώ, και θαρρούσα πώς έβλεπα μα τώρα κατάλαβα πώς ήμουνα στραβός και κουφός και ποδάγρας. Μετά χαράς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατί άλλοιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια στο αληθινό το φως, μήτε τ’ αυτιά ακούνε τα καλά μηνύματα, μήτε τα πόδια περπατάνε στον δρόμο πού πάγει εκεί οπού είναι ή αιώνια πολιτεία του Χριστού, εκεί πού βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. Όποιος δεν καταλάβει πώς είναι απροστάτευτος από τους ανθρώπους κι έρημος στον κόσμον τούτον, δεν θα ταπεινωθεί. Κι οποίος δεν ταπεινωθεί δεν θα ελεηθεί. Ή λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στον Θεό. Γι’ αυτό δεν θέλω καμιά καλοπέραση, αλλά καρδιά συντριμμένη.
Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τη νύχτα, και τα μάτια μου τρέχανε. Δεν ήξερε τι συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί πού ήμουνα
τρυπωμένος, στο κουβούκλι μου, ούτε καν ή Μαρία πού κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ό βοριάς έκανε μεγάλη ταραχή άπ’ όξω. Τα δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πώς κλαίγανε και πώς παρακαλούσανε ν’ ανοίξω να μπούνε μέσα να προστατευτούνε. Το καντήλι έριχνε το χρυσοκέρινο φέγγος του άπονου στα εικονίσματα και στ’ ασημωμένο Ευαγγέλιο.
Δόξα σοι ο Θεός, καλά ήμαστε! Μακάριος είναι όποιος είναι ξεχασμένος. Ο κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες με τις γυναίκες, παίζει χαρτιά. Ό δυστυχής γιορτάζει τον θάνατο του κορμιού του, πού κάνει τόσα για να το φχαριστήσει. Λες πώς κερδίσανε την αθανασία, τώρα πού ήρθε ο καινούργιος χρόνος, αντίς να κλάψουνε πώς σιμώνουνε ολοένα στο τέλος αυτής της πονηρής ζωής. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Τι κάνουνε; Που πάνε; Σέ λίγο θα καταντήσουνε τα κόκκαλά τους σαν λιθάρια άψυχα, θα γκρεμνιστούνε τα παλάτια τους, θα σβύσει όλη τούτη ή οχλοβοή κι ή φωτοχυσία, σαν κάποιο πράγμα πού δεν γίνηκε ποτές. Ω κατάδικοι, Τι ξεγελοιώσαστε; «Ινα Τι αγαπάτε ματαιότητα και ζητήτε ψευδός;».
Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 1950,Φώτης Κόντογλου
( Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: Κυριακή-Δευτέρα 1-2 Ιανουαρίου 1984)