Ο Απόστολος Παύλος υπενθυμίζει εις τον Τιμόθεον, ότι πρέπει να φυλάξη καλώς την «παρακαταθήκην», εκείνο το οποίον είναι εις αυτόν εμπιστευμένον και να αποφεύγη τα «βέβηλα και κούφια λόγια και τας αντιλογίας» των αιρετικών (Α’ Τιμ. 6,20).
«Φύλαξε», λέγει, «δια του Πνεύματος του Αγίου, το οποίον κατοικεί μέσα μας, το καλόν το οποίον σου έχει εμπιστευθή (καλή παρακαταθήκη)» από τον Θεόν (Β΄ Τιμόθεον 1,14). Θεωρεί ο Απόστολος το έργον αυτό τόσον βασικόν, ώστε να προσθετή ότι χωρίς την «παρακαταθήκην» αυτήν κινδυνεύει κανείς να «αστοχήση ως προς την πίστιν» (Α’ Τιμ. 6,21). Εις τα χωρία αυτά βλέπομεν ότι η σωτήριος αλήθεια του Χριστού δεν είναι ξηρόν γράμμα, το οποίον θα ήτο δυνατόν να διαφυλαχθή με την καταγραφήν του εις ένα βιβλίον. Ο θησαυρός αυτός εδόθη από τον Κύριον εις τους Αποστόλους, ώστε εκείνοι οι οποίοι θα είναι ηνωμένοι με αυτούς να έχουν την εγγύησιν ότι κατέχουν την αλήθειαν.
Οι Απόστολοι ανέθεσαν το έργον αυτό εις τους επισκόπους. Είναι δε φανερόν, ότι οι Επίσκοποι εκπληρώνουν την Αποστολήν αυτήν μόνον εφ’ όσον μένουν ηνωμένοι με το Σώμα του Χριστού, την Εκκλησίαν, όπου ενεργεί το Πνεύμα το άγιον (Ιωάννης 14,26. 15,26. 16,13). Όταν, δηλαδή, δεν εκφράζουν την ιδικήν των γνώμην, αλλά την γνώμην του Πνεύματος του Αγίου το οποίον ευρίσκεται εντός της Εκκλησίας (Πράξεις 15,28. Ιωάννης 16,13. Παράβαλλε Και Ψαλμοί 81,1-8).
Δι’ αυτό και ο άγιος Ιγνάτιος, ο οποίος βλέπει εις το πρόσωπον του Επισκόπου την εγγύησιν δια την ενότητα της Εκκλησίας και δια την νίκην κατά των προσβολών του Σατανά και της πλάνης των αιρετικών, λέγει χαρακτηριστικώς εις την επιστολήν του προς τους Εβραίους:
«Διότι ο Ιησούς Χριστός, η αληθινή μας ζωή, είναι η γνώμη του Πατρός, όπως επίσης και οι Επίσκοποι οι οποίοι έχουν κατασταθή εις τα πέρατα της γης είναι με την γνώμην του Ιησού Χριστού (εν Ιησού Χριστού γνώμη).
Λοιπόν, πρέπει και σεις να παρακολουθήτε την γνώμην του Επισκόπου, πράγμα το οποίον και κάμνετε, διότι το άξιον του ονόματος του Πρεσβυτέριόν σας, το οποίον είναι και του Θεού άξιον, είναι συνηρμοσμένον με τον επίσκοπον όπως αι χορδαί εις την κιθάραν».
Από όλα αυτά αποδεικνύεται, ότι η σωτήριος αλήθεια του Χριστού μόνον μέσα εις την οργανικήν σχέσιν με την Εκκλησίαν είναι δυνατόν να εξασφαλισθή. Όταν δε ομιλώμεν δια οργανικήν σχέσιν με την Εκκλησίαν, εννοούμεν την Εκκλησίαν ολόκληρον, ή, όπως αναφέρουν τα λειτουργικά μας κείμενα, την κοινωνίαν «μετά πάντων των Αγίων».
Η «παρακαταθήκη», λοιπόν, δια την οποίαν ομιλεί ο Απόστολος, δεν είναι ένα βιβλίον, αλλά το αποτέλεσμα της διαρκούς παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, η οποία οδηγεί εις ολόκληρον την αλήθειαν (Ιωάννης 16,13). Είναι η ζωή μέσα εις την Εκκλησίαν, η οποία αποτελεί «τον στύλον και το εδραίωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ. 3,15). Αυτή η «παρακαταθήκη» έχει παραδοθή εις τους «άγιους» και ημπορεί να την παραλαβή μόνον οποίος ευρίσκεται εις κοινωνίαν με τους «άγιους» (Ιούδα 3).
Αντιθέτως, αυτοί οι οποίοι ευρίσκονται έξω από αυτήν την κοινωνίαν, είναι άνθρωποι ασεβείς και αιρετικοί και δεν κατέχουν την αλήθειαν. Αυτό μαρτυρεί και η επιστολή του Ιούδα, όταν αναφέρει ότι ο συγγραφεύς ησθάνθη την ανάγκην να γράψη την επιστολήν «δια να σας προτρέψω να αγωνίζεσθε δια την πίστιν, η οποία άπαξ δια παντός παρεδόθη εις τους Αγίους. Διότι εισέδυσαν κρυφίως μεταξύ σας μερικοί άνθρωποι… » (Ιούδα 3-4).
Έξω από το Πνεύμα του Θεού το οποίον δρα μέσα εις την Εκκλησίαν, μακράν της ζωής των Αγίων, δεν ημπορεί να ξεδιψάση ο άνθρωπος, διότι δεν υπάρχει το «ύδωρ και το Πνεύμα» (Ιωάννης 3,5), το οποίον γίνεται «εσωτερική πηγή ύδατος, η οποία αναβρύει εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάννης 4,14). Και αυτή ακόμη η Αγία Γραφή, έξω από την Εκκλησίαν, είναι αδύνατον να κατανοηθή ορθώς. Δι’ αυτόν τον λόγον δεν οδηγεί εις την σωτηρίαν αλλά εις την απώλειαν (Β΄ Πέτρου 3,16).
ΠΗΓΗ:Βασική Δογματική Διδασκαλία Τού Πρωτοπρ. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας