Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής, ΙΣΤ΄ Ματθαίου

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  Προς Κορινθίους Β΄ (στ΄ 1 – 10)

Αδελφοί, παρακαλούμεν μη εις κενόν την χάριν του Θεού δέξασθαι υμάς· λέγει γαρ· καιρώ δεκτώ επήκουσά σου και εν ημέρα σωτηρίας εβοήθησά σοι· ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας· μηδεμίαν εν μηδενί διδόντες προσκοπήν, ίνα μη μωμηθή η διακονία, αλλ᾿ εν παντί συνιστώντες εαυτούς ως Θεού διάκονοι, εν υπομονή πολλή, εν θλίψεσιν, εν ανάγκαις, εν στενοχωρίαις, εν πληγαίς, εν φυλακαίς, εν ακαταστασίαις, εν κόποις, εν αγρυπνίαις, εν νηστείαις, εν αγνότητι, εν γνώσει, εν μακροθυμία, εν χρηστότητι, εν Πνεύματι Αγίω, εν αγάπη ανυποκρίτω, εν λόγω αληθείας, εν δυνάμει Θεού, διά των όπλων της δικαιοσύνης των δεξιών και αριστερών, διά δόξης και ατιμίας, διά δυσφημίας και ευφημίας, ως πλάνοι και αληθείς, ως αγνοούμενοι και επιγινωσκόμενοι, ως αποθνήσκοντες και ιδού ζώμεν, ως παιδευόμενοι και μη θανατούμενοι, ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες.

Απόδοση στη νεοελληνική:
Αδελφοί, σας παρακαλούμεν να μη δεχθήτε μάταια την χάριν του Θεού, διότι λέγει, «Εις καιρόν ευνοίας σε άκουσα και εις ημέραν σωτηρίας σε εβοήθησα. Ο καιρός ευνοίας είναι τώρα, η ημέρα σωτηρίας είναι τώρα.» Δεν δίνομεν σε κανένα καμμίαν αφορμήν προσκόμματος διά να μη δυσφημισθή η υπηρεσία μας, αλλά σαν υπηρέται του Θεού συσταίνομε τους εαυτούς μας σε όλα διά της μεγάλης υπομονής μας σε θλίψεις, σε ταλαιπωρίες, σε στερήσεις, σε μαστιγώσεις, σε φυλακίσεις, σε ταραχές, σε κόπους, σε αγρυπνίες και πείναν· με αγνότητα, σύνεσιν, μακροθυμίαν και καλωσύνην, με Πνεύμα Άγιον, με αγάπη χωρίς υπόκρισιν, με το κήρυγμα της αληθείας και με δύναμιν Θεού, με τα όπλα της δικαιοσύνης, τα επιθετικά και αμυντικά, σε τιμήν και ατίμωσιν, σε δυσφημήσεις και επαίνους, σαν λαοπλάνοι και όμως αληθινοί, σαν άγνωστοι και όμως πολύ γνωστοί, σαν να πεθαίναμε και όμως ζούμε, σαν τιμωρούμενοι και όμως μη θανατούμενοι, σαν λυπημένοι και όμως πάντοτε χαρούμενοι, σαν πτωχοί και όμως κάνοντες πολλούς πλουσίους, σαν να μη έχωμεν τίποτε και όμως κατέχομεν τα πάντα.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ Κατά Ματθαίον (κε΄ 14-30)

Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην·
Άνθρωπός τις αποδημών, εκάλεσε τους ιδίους δούλους και παρέδωκεν αυτοίς τα υπάρχοντα αυτού, και ω μεν έδωκε πέντε τάλαντα, ω δε δύο, ω δε εν, εκάστω κατά την ιδίαν δύναμιν, και απεδήμησεν ευθέως.
Πορευθείς δε ο τα πέντε τάλαντα λαβών ειργάσατο εν αυτοίς και εποίησεν άλλα πέντε τάλαντα. Ωσαύτως και ο τα δύο εκέρδησε και αυτός άλλα δύο. Ο δε το εν λαβών απελθών ώρυξεν εν τη γη και απέκρυψε το αργύριον του κυρίου αυτού.
Μετά δε χρόνον πολύν έρχεται ο κύριος των δούλων εκείνων και συναίρει μετ᾿ αυτών λόγον. Και προσελθών ο τα πέντε τάλαντα λαβών προσήνεγκεν άλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ίδε άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα επ᾿ αυτοίς. Έφη αυτώ ο κύριος αυτού· ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου.
Προσελθών δε και ο τα δύο τάλαντα λαβών είπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ίδε άλλα δύο τάλαντα εκέρδησα επ᾿ αυτοίς. Έφη αυτώ ο κύριος αυτού· ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου.
Προσελθών δε και ο το εν τάλαντον ειληφώς είπε· κύριε· έγνων σε ότι σκληρός ει άνθρωπος, θερίζων όπου ουκ έσπειρας και συνάγων όθεν ου διεσκόρπισας· και φοβηθείς απελθών έκρυψα το τάλαντόν σου εν τη γη· ίδε έχεις το σον. Αποκριθείς δε ο κύριος αυτού είπεν αυτώ· πονηρέ δούλε και οκνηρέ! ήδεις ότι θερίζω όπου ουκ έσπειρα και συνάγω όθεν ου διεσκόρπισα! Έδει ούν σε βαλείν το αργύριόν μου τοις τραπεζίταις, και ελθών εγώ εκομισάμην αν το εμόν συν τόκω. Άρατε ούν απ᾿ αυτού το τάλαντον και δότε τω έχοντι τα δέκα τάλαντα. Τω γαρ έχοντι παντί δοθήσεται και περισσευθήσεται, από δε του μη έχοντος και ο έχει αρθήσεται απ᾿ αυτού. Και τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.
Ταύτα ειπών έλεγεν, ο έχων ώττα ακούειν, ακουέτω.

Απόδοση στη νεοελληνική:
Είπεν ο Κύριοςτήν εξής παραβολή:
«Κάποιος άνθρωπος που θα πήγαινε ταξίδι, εκάλεσε τους δούλους του και τους παρέδωκε όλα τα υπάρχοντά του. Σε έναν έδωκε πέντε τάλαντα, σε άλλον δύο, σε άλλον ένα, στον καθένα κατά την ικανότητά του, και έφυγε αμέσως για ταξίδι.
Εκείνος που επήρε τα πέντε τάλαντα, τα εμπορεύθηκε και εκέρδισε άλλα πέντε. Επίσης εκείνος που επήρε τα δύο, εκέρδισε άλλα δύο. Εκείνος όμως που επήρε το ένα, επήγε και έσκαψε εις την γην και έκρυψε το χρήμα του κυρίου του.
Ύστερα από πολύν χρόνον έρχεται ο κύριος των δούλων εκείνων και τους ζητεί λογαριασμόν.
Εκείνος που είχε πάρει τα πέντε τάλαντα, προσήλθε και έφερε άλλα πέντε τάλαντα και είπε, «Κύριε, μου παρέδωκες πέντε τάλαντα· κύτταξε, εκέρδισα άλλα πέντε τάλαντα». Ο κύριός του του είπε, «Εύγε, δούλε καλέ και πιστέ. Εις ολίγα εφάνηκες πιστός, , εις πολλά θα σε εγκαταστήσω. Έμπα εις την χαράν του κυρίου σου».
Ήλθε και εκείνος που είχε πάρει τα δύο τάλαντα, και είπε, «Κύριε, δύο τάλαντα μου παρέδωκες· κύτταξε, εκέρδισα άλλα δύο τάλαντα». Ο κύριός του του είπε, «Εύγε, δούλε καλέ και πιστέ. Εις ολίγα εφάνηκες πιστός, εις πολλά θα σε εγκαταστήσω» Έμπά εις την χαράν του κυρίου σου».
Ήλθε και εκείνος που είχε πάρει το ένα τάλαντον, και είπε, «Κύριε, σε ήξερα ότι είσαι ένας σκληρός άνθρωπος, θερίζεις εκεί, όπου δεν έσπειρες και μαζεύεις εκεί, όπου δεν εσκόρπισες, και επειδή εφοβήθηκα, επήγα και έκρυψα το τάλαντόν σου εις την γην, ιδές έχεις ο,τι είναι δικό σου». Ο κύριος του του απεκρίθη, «Πονηρέ δούλε και οκνηρέ, ήξερες πως θερίζω εκεί, όπου δεν έσπειρα και μαζεύω εκεί, όπου δεν εσκόρπισα. Έπρεπε λοιπόν να βάλης τα χρήματά μου εις τους τραπεζίτας και εγώ, όταν επέστρεφα, θα τα έπαιρνα πίσω με τόκον.

Πάρτε από αυτόν το τάλαντον και δώστε το εις εκείνον, που έχει τα δέκα τάλαντα, διότι στον καθένα που έχει, θα δοθούν και άλλα και θα περισσέψουν· από εκείνον όμως που δεν έχει, θα του αφαιρεθή και αυτό που έχει. Και τον άθλιον δούλον ρίξτε έξω εις το σκοτάδι, εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών».
Και λέγοντας αυτά είπε: «Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει, ας ακούει»

ΙΣΤ΄ ΜατθαίουΟ Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής