Η σύγχυση των καιρών ως συνοδός και αρωγός της παναίρεσης του οικουμενισμού

«Ουαί οι λέγοντες το πονηρόν καλόν και το καλόν πονηρόν, οι τιθέντες το σκότος φως και το φως σκότος, οι τιθέντες το πικρόν γλυκύ και το γλυκύ πικρόν. Ουαί οι συνετοί εν εαυτοίς και ενώπιον αυτών επιστήμονες» (Ησαίας ε΄ 20-21).

Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την διδασκαλία και τον πραγματικό χαρακτήρα της Εκκλησίας απαιτείται «σοφία» όχι κοσμική, ανθρώπινη, αλλά θεία· απαιτείται «νούς», «νούς Χριστού» [Α΄ Κορ. β΄ 16 ], δηλαδή χάρισμα εξ ουρανών και προιόν καθαρής και αγνής πίστης, ταπείνωσης, πνευματικών αγώνων και αγαθής προαίρεσης, με τα οποία θα μπορέσει να γνωρίσει κανείς, παρά τις αμαρτίες του – διότι ουδείς αναμάρτητος – την Αλήθεια και να αποφύγει την διαστρέβλωση και την σύγχυση.

Δυστυχώς όμως ακόμα και για τους πλέον ακατήχητους είναι πιά γεγονός αδιαμφισβήτητο, ότι στις μέρες μας επικρατεί εντός του χώρου της Εκκλησίας μία πρωτοφανής σύγχυση ως προς τα δόγματα και τον σωτηριολογικό χαρακτήρα Της και ως προς την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων. Σύγχυση και απάτη. “Σημεία” των εσχατολογικών χρόνων, του Αντιχρίστου, σύμφωνα με τις προφητικές επισημάνσεις του αποστόλου των Εθνών Παύλου «Εν εσχάταις ημέραις ενστήσονται καιροί χαλεποί· έσονται γαρ οι άνθρωποι φίλαυτοι, βλάσφημοι, ανόσιοι, άστοργοι, άσπονδοι, διάβολοι, τετυφωμένοι, κατεφθαρμένοι τον νούν, αδόκιμοι περί την πίστιν. πονηροί δε άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι» (Β΄ Τιμ. κεφ. 3). Αυτή η διχάζουσα και παραπλανούσα σύγχυση αρχίζει από τους οικουμενιστές “ποιμένες” της Εκκλησίας (τους Ιεράρχες), και λειτουργεί διαβρωτικά στο γεμάτο αγαθή εμπιστοσύνη αλλά και πολλές φορές άβουλο και ακατήχητο ποίμνιο.

 

Η σύγχυση αυτή παίρνει επικίνδυνο βαθμό, όταν πολλές φορές το ποίμνιο παρακολουθεί άφωνο τα μέλη της Ιεραρχίας να εκφράζουν διαφορετικές απόψεις πάνω σε θεμελιώδεις θέματα της διδασκαλίας της Εκκλησίας που είτε έχουν λυθεί από τις Οικουμενικές Συνόδους, είτε έχουν αποφανθεί για αυτά εν Αγίω Πνεύματι οι πραγματικοί Θεόπτες και Θεολόγοι της Εκκλησίας, οι Άγιοι Πατέρες. Η σύγχυση είναι πάντα η πιο πιστή αρωγός της αίρεσης, πόσω μάλλον της παναίρεσης του οικουμενισμού. Η σύγχυση προκαλείται συνειδητά τόσο από τους οικουμενιστές, για να καλύψουν την πλάνη και για να συνεχίζουν να πλανεύουν, όσο και από τους δειλούς και ανεύθυνους, για να καλύψουν τις αδυναμίες τους και να συνεχίσουν να απολαμβάνουν τα αγαθά τους. Η σύγχυση συνδέεται άμεσα με το ψέμα, την συκοφαντία, την διπροσωπία, την διαστρέβλωση της αλήθειας, εδώ της Μίας Αλήθειας. Το αποτέλεσμά της είναι ο διχασμός, οι έριδες, η αγωνιστική και ομολογιακή απαξίωση, η απώλεια της σωτηρίας μας.

Γιατί τι άλλο εκτός από σύγχυση και τα αποτελέσματά της προκαλούν δηλώσεις ιεραρχών όπως,

ότι πρέπει να υπακούμε στους επισκόπους, όπως στον πρόεδρο της δημοκρατίας, όταν οι Άγιοι μας όπως ο Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, ο Μέγας Βασίλειος, ο Μέγας Αθανάσιος και τόσοι άλλοι, εν αγία “ανυπακοή”, δεν αγωνίσθηκαν μόνο εναντίον αιρετικών πατριαρχών και επισκόπων αλλά και εναντίων αυτοκρατόρων και παντός είδους εξουσίας,

 

ότι οι μοναχοί, που αγωνίζονται εναντίον της παναίρεσης του οικουμενισμού είναι αγύρτες, λαοπλάνοι, μοναχοί αμόναχοι, ανυπάκουοι, όταν ο ρόλος του μοναχισμού είναι αυτός ακριβώς, δηλ. η υπεράσπιση της Πίστεως σε καιρούς αιρέσεων, ενώ όταν αρχιερείς και ιερείς παραβαίνουν κατάφωρα τους Ιερούς Κανόνες, συμπροσεύχονται, προλογίζουν εγκωμιαστικά βιβλία αιρετικών οι ιεράρχες σιωπούν η επικροτούν τις παραβάσεις,

ότι όλες οι οικουμενιστικές εκδηλώσεις γίνονται τάχα από αγάπη, όταν η αγάπη αυτή αφ’ ενός μεν πραγματοποιείται εις βάρος της Αληθείας της Πίστεως και με καταπάτηση των Ιερών Κανόνων, αφ’ ετέρου δε περιορίζεται μόνο στους αιρετικούς, ενώ για τους ημέτερους, που τολμούν να διαμαρτυρηθούν, αντί για αγάπη υπάρχουν ύβρεις, δικαστήρια, απειλές και διωγμοί,

ότι οι λαικοί δεν επιτρέπεται να ελέγχουν τους ιεράρχες, όταν οι Άγιοι μας, π.χ. ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς κήρυξαν, ότι, όταν δεν θα επιτρέπεται πιά η γραία να ελέγχει τον Επίσκοπο, τότε θα σημάνει η αλλοίωση της Ορθοδοξίας,

ότι πρέπει να κοιτάμε μόνο να κάνουμε καλά έργα και να αφήσουμε την ομολογία σε άλλους, όταν ο ληστής, που δεν έκανε στο παρελθόν κανένα καλό έργο, σώθηκε, μόνο και μόνο γιατί ομολόγησε τον Χριστό, ενώ ο Ιούδας, ο οποίος έκανε καλά έργα πριν την προδοσία του, έχασε τον Παράδεισο γιατί πρόδωσε τον Χριστό,

ότι πρέπει να αγωνισθούμε για την Εκκλησία – πράγμα σωστό –, όταν όμως αυτοί οι ίδιοι μιλούν εκ του ασφαλούς, συναναστρέφονται φιλικώς και χαριτολογούν σε κοινωνικές εκδηλώσεις με τους υπαίτιους του διωγμού εναντίον του Χριστού,

ότι οι θέλοντες ευσεβώς ζην διωχθήσονται, όταν κανείς από αυτούς δεν διώκεται, αντιθέτως διώκεται το ποίμνιο και μάλιστα κατηγορείται για αυτό(*),

ότι δεν πρέπει να υβρίζουμε τα θεία, όταν όμως αυτοί συμπροσεύχονται με τους υβριστές των θείων, Μονοφυσίτες, Παπικούς, Προτεστάντες, Αντβεντιστές, Μούφτηδες, Ραβίνους κλπ.,

 

ότι πρέπει να τηρούμε αυστηρά το Ευαγγέλιο – πραγματικά προϋπόθεση σωτηρίας –, όταν όμως αυτοί χάριν “οικονομίας”, όπως λένε, το παραποιούν και το αλλοιώνουν,

ότι πρέπει να μιμούμασθε τους Αγίους, όταν αυτοί δεν το πράττουν, και όταν κάποιος “τολμήσει” να το πράξει τον κατηγορούν ως έχοντα έπαρση και εωσφορισμό.

Θα μπορούσε κάποιος να αναφέρει σελίδες ολόκληρες με τέτοιου είδους παραδείγματα. Αυτό, που όμως μένει αναπάντητο, είναι, πως θα προφυλαχθούμε από την σύγχυση. Η απάντηση είναι ακολουθώντας τις εντολές του Χριστού και την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων. «Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες. Ας ακούσουν αυτούς» (Λουκ. 16,19–31) απάντησε στον πρώην πλούσιο ο γενάρχης Αβραάμ. Είναι καταγραμμένες οι αλήθειες της πίστεως στην ιερή μας Παράδοση, την Αγία Γραφή, στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, στα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας. Οι Απόστολοι θυσιάστηκαν, κηρύσσοντας Χριστόν εσταυρωμένον και αναστάντα, του οποίου ο Λόγος μένει αυτός εις τον αιώνα. Εκεί δεν υπάρχει σύγχυση, αλλά η Μία Αλήθεια. Τίποτε άλλο δεν ζητά από εμάς ο Θεός, παρά το να θελήσουμε να ενταχθούμε, εν ομολογία της Αληθείας Του, εν αληθινή αγάπη και εν ταπεινώσει, στην εκκλησιαστική κοινωνία των Αγίων, απαρνούμενοι κάθε διαστρέβλωση του λόγου Του και κάθε άρνηση του ευαγγελίου Του.

Αδαμάντιος Τσακίρογλου, Κλασσικός φιλόλογος, Ιστορικός

 

(*) Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εν αντιθέσει με τους συγχρόνους Ποιμένες έλεγε: «Εκ των εμών δύνασαι μαθείν, ότι ουν ένι (=δεν είναι δυνατόν) άνδρα πολεμούντα τοις πονηροίς μη είναι εν θλίψει. Ουκ έστι πυκτεύοντα εν τρυφή είναι, ουκ έστι παλαίοντα ευωχείσθαι. Μηδείς τοίνων των αθλούντων άνεσιν ζητείτω, μηδείς εν ευθυμία είναι. Πάλιν τα παρόντα αγών, πόλεμος, θλίψις, στενοχωρία, πειρατήριον, των αγώνων στάδιον» (Υπόμνημα εις την Προς Τιμόθεον Επιστολήν Δευτέραν).

 

ΠΕΝΤΑΠΟΣΤΑΓΜΑ

Μπορεί επίσης να σας αρέσει Περισσότερα από τον συγγραφέα

Τα σχόλια είναι κλειστά.

Read previous post:
Ο άθεος πιστεύει στα πάντα, εκτός από την Αλήθεια!
O Ήλιος της δικαιοσύνης

Όπως λοιπόν σύμφωνα με τη φύση του ο πηλός ξεραίνεται από τον ήλιο, ενώ το κερί κατά φύση μαλακώνει, έτσι...

Close