Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής 13 Δεκεμβρίου, ΙΑ’ Λουκά
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Προς Κολοσσαείς (γ΄ 4-11)
Αδελφοί, όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη. Νεκρώσατε ούν τα μέλη υμών τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρία, δι’ α έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας, εν οις και υμείς περιεπατήσατέ ποτε, ότε εζήτε εν αυτοίς· νυνί δε απόθεσθε και υμείς τα πάντα, οργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αισχρολογίαν εκ του στόματος υμών· μη ψεύδεσθε εις αλλήλους, απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον συν ταίς πράξεσιν αυτού και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν, όπου ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Ἀδελφοί, όταν ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ ζωή μας, φανερωθῇ, τότε καὶ σεῖς θὰ φανερωθῆτε μαζί του δοξασμένοι. Νεκρώσατε λοιπὸν ὅ,τι γήϊνον εἶναι μέσα σας, δηλαδὴ τὴν πορνείαν, τὴν ἀκαθαρσίαν, τὸ πάθος, τὴν κακὴν ἐπιθυμίαν καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἡ ὁποία εἶναι εἰδωλολατρεία, ἕνεκα τῶν ὁποίων ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπάνω εἰς τοὺς ἀπειθεὶς ἀνθρώπους.
Αὐτὰ ἀκολουθούσατε καὶ σεῖς κάποτε, ὅταν ἐζούσατε αὐτὴν τὴν ζωήν. Ἀλλὰ τώρα ἀποβάλατε καὶ σεῖς ὅλα αὐτά, τὴν ὀργήν, τὸν θυμόν, τὴν κακίαν, τὴν δυσφήμησιν, τὴν αἰσχρολογίαν τοῦ στόματος. Μὴν λέτε ψέμματα ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον, ἀφοῦ ἔχετε ἀποβάλει τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον μὲ τὰς πράξεις του, καὶ ἔχετε ἐνδυθῆ τὸν νέον, ὁ ὁποῖος ἀνανεοῦται εἰς ἐπίγνωσιν κατὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ του.
Τώρα δὲν ὑπάρχει πλέον Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτμημένος καὶ ἀπερίτμητος, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς εἶναι τὰ πάντα καὶ εἰς πάντας.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ Κατά Λουκάν (ιδ΄ 16-24)
Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην· άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς· και απέστειλε τον δούλον αυτού τη ώρα του δείπνου ειπείν τοις κεκλημένοις· έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμά εστι πάντα.
Καί ήρξαντο από μιάς παραιτείσθαι πάντες. Ο πρώτος είπεν αυτώ· αγρόν ηγόρασα, και έχω ανάγκην εξελθείν και ιδείν αυτόν· ερωτώ σε, έχε με παρητημένον. Καί έτερος είπε· ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε, και πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά· ερωτώ σε, έχε με παρητημένον. Καί έτερος είπε· γυναίκα έγημα, και διά τούτο ου δύναμαι ελθείν.
Καί παραγενόμενος ο δούλος εκείνος απήγγειλε τω κυρίω αυτού ταύτα. τότε οργισθείς ο οικοδεσπότης είπε τω δούλω αυτού· έξελθε ταχέως εις τας πλατείας και ρύμας της πόλεως, και τους πτωχούς και αναπήρους και χωλούς και τυφλούς εισάγαγε ώδε. Καί είπεν ο δούλος· κύριε, γέγονεν ως επέταξας, και έτι τόπος εστί. Καί είπεν ο κύριος προς τον δούλον· έξελθε εις τας οδούς και φραγμούς και ανάγκασον εισελθείν, ίνα γεμισθή ο οίκος μου.
Λέγω γαρ υμίν ότι ουδείς των ανδρών εκείνων των κεκλημένων γεύσεταί μου του δείπνου. Πολλοί γαρ εισι κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Είπεν ο Κύριοςτήν εξής παραβολή:
«Κάποιος ήθελε να παραθέση μεγάλο δείπνον και εκάλεσε πολλούς. Καί έστειλε τον δούλον του κατά την ώραν του δείπνου να πη εις τους καλεσμένους, «Ελάτε, διότι όλα είναι πιά έτοιμα».
Αλλ’ άρχισαν διά μιάς όλοι να δικαιολογούνται. Ο πρώτος του είπε, «Αγόρασα κάποιο χωράφι και πρέπει να πάω να το ιδώ· σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένον». Άλλος είπε, «Αγόρασα πέντε ζευγάρια βώδια και πηγαίνω να τα δοκιμάσω· σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένον». Άλλος είπε, «Ενυμφεύθηκα γυναίκα και γι’ αυτό δεν μπορώ να έλθω».
Καί ήλθε ο δούλος και τα είπε αυτά εις τον κύριόν του. Τότε ωργίσθηκε ο οικοδεσπότης και είπε εις τον δούλον του, « Έβγα γρήγορα στις πλατείες και τους δρόμους της πόλεως και φέρε εδώ τους πτωχούς και αναπήρους και χωλούς και τυφλούς». Καί είπε ο δούλος, «Κύριε, έγινε εκείνο που διέταξες και υπάρχει ακόμη χώρος». Καί είπε ο κύριος εις τον δούλον, «Έβγα εις τους δρόμους και εις τους περιφραγμένους τόπους και ανάγκασέ τους να μπούν, διά να γεμίση το σπίτι μου.
Διότι σας λέγω, ότι κανείς από τους ανθρώπους εκείνους, που είχαν προσκληθή, δεν θα γευθή το δείπνον μου. Διότι πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως είναι οι εκλεκτοί».
Τα σχόλια είναι κλειστά.