Ο Απόστολος της Κυριακής 27 Δεκεμβρίου

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Πράξεις Αποστόλων (στ΄ 8 – ζ΄ 5, ζ΄ 47-60)

Στέφανος, πλήρης πίστεως και δυνάμεως εποίει τέρατα και σημεία μεγάλα εν τω λαώ. Ανέστησαν δε τινες των εκ της συναγωγής της λεγομένης Λιβερτίνων και Κυρηναίων και Αλεξανδρέων και των από Κιλικίας και Ασίας συζητούντες τω Στεφάνω, και ουκ ίσχυον αντιστήναι τη σοφία και τω πνεύματι ω ελάλει.Τότε υπέβαλον άνδρας λέγοντας ότι ακηκόαμεν αυτού λαλούντος ρήματα βλάσφημα εις Μωυσήν και τον Θεόν· συνεκίνησάν τε τον λαόν και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς, και επιστάντες συνήρπασαν αυτόν και ήγαγον εις το συνέδριον, έστησάν τε μάρτυρας ψευδείς λέγοντας· ο άνθρωπος ούτος ου παύεται ρήματα βλάσφημα λαλών κατά του τόπου του αγίου και του νόμου· ακηκόαμεν γαρ αυτού λέγοντος ότι Ιησούς ο Ναζωραίος ούτος καταλύσει τον τόπον τούτον και αλλάξει τα έθη α παρέδωκεν ημίν Μωυσής.

Καί ατενίσαντες εις αυτόν άπαντες οι καθεζόμενοι εν τω συνεδρίω είδον το πρόσωπον αυτού ωσεί πρόσωπον αγγέλου.
Είπε δε ο αρχιερεύς· ει άρα ταύτα ούτως έχει; Ο δε έφη· άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε. Ο Θεός της δόξης ώφθη τω πατρί ημών Αβραάμ όντι εν τη Μεσοποταμία, πριν η κατοικήσαι αυτόν εν Χαρράν, και είπε προς αυτόν· έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου, και δεύρο εις γην ην αν σοι δείξω. τότε εξελθών εκ γης Χαλδαίων κατώκησεν εν Χαρράν. Κακείθεν μετά το αποθανείν τον πατέρα αυτού μετώκησεν αυτόν εις την γην ταύτην εις ην υμείς νυν κατοικείτε· και ουκ έδωκεν αυτώ κληρονομίαν εν αυτή ουδέ βήμα ποδός, και επηγγείλατο δούναι αυτώ εις κατάσχεσιν αυτήν και τω σπέρματι αυτού μετ᾿ αυτόν, ουκ όντος αυτώ τέκνου.

Σολομών δε ωκοδόμησεν αυτώ οίκον. Αλλ᾿ ουχ ο ύψιστος εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί, καθώς ο προφήτης λέγει· ο ουρανός μοι θρόνος, η δε γη υποπόδιον των ποδών μου· ποίον οίκον οικοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος, η τις τόπος της καταπαύσεώς μου; Ουχί η χείρ μου εποίησε ταύτα πάντα; Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία και τοις ωσίν, υμείς αεί τω Πνεύματι τω Αγίω αντιπίπτετε, ως οι πατέρες υμών και υμείς.

Τίνα των προφητών ουκ εδίωξαν οι πατέρες υμών; και απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περί της ελεύσεως του δικαίου, ου νυν υμείς προδόται και φονείς γεγένησθε· οίτινες ελάβετε τον νόμον εις διαταγάς αγγέλων, και ουκ εφυλάξατε.
Ακούοντες δε ταύτα διεπρίοντο ταίς καρδίαις αυτών και έβρυχον τους οδόντας επ᾿ αυτόν. Υπάρχων δε πλήρης Πνεύματος Αγίου, ατενίσας εις τον ουρανόν είδε δόξαν Θεού και Ιησούν εστώτα εκ δεξιών του Θεού, και είπεν· ιδού θεωρώ τους ουρανούς ανεωγμένους και τον υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών του Θεού εστώτα.

Κράξαντες δε φωνή μεγάλη συνέσχον τα ώτα αυτών και ώρμησαν ομοθυμαδόν επ᾿ αυτόν, και εκβαλόντες έξω της πόλεως ελιθοβόλουν. Καί οι μάρτυρες απέθεντο τα ιμάτια αυτών παρά τους πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου, και ελιθοβόλουν τον Στέφανον, επικαλούμενον και λέγοντα· Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμά μου. Θείς δε τα γόνατα έκραξε φωνή μεγάλη· Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην. Καί τούτο ειπών εκοιμήθη.
Σαύλος δε ην συνευδοκών τη αναιρέσει αυτού.

Απόδοση στη νεοελληνική:

Ο Στέφανος, γεμάτος πίστιν και δύναμιν, έκανε τέρατα και θαύματα μεγάλα μεταξύ του λαού. Μερικοί από την συναγωγήν, που ελέγετο των Λιβερτίνων και των Κυρηναίων και των Αλεξανδρέων και από τους καταγομένους από την Κιλικίαν και Ασίαν, εσηκώθηκαν και συζητούσαν με τον Στέφανον, αλλά δεν μπορούσαν να αντισταθούν εις την σοφίαν και εις το Πνεύμα με το οποίον εμιλούσε.

Τότε έβαλαν κρυφά ανθρώπους να πούν, «Τον ακούσαμε να λέγη λόγια βλάσφημα κατά του Μωϋσέως και κατά του Θεού». Καί ξεσήκωσαν τον λαόν και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς, ώρμησαν επάνω του και τον άρπαξαν βιαίως και τον έφεραν εις το συνέδριον. Παρουσίασαν και ψευδομάρτυρας, οι οποίοι έλεγαν, «Ο άνθρωπος αυτός δεν παύει να λέγη λόγια βλάσφημα κατά του αγίου αυτού τόπου και κατά του νόμου. Διότι τον έχομεν ακούσει να λέγη ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα καταστρέψη τον τόπον αυτόν και θα αλλάξη τα έθιμα που μας παρέδωκε ο Μωϋσής».
Καί όλοι που εκάθοντο εις το συνέδριον προσήλωσαν εις αυτόν τα βλέμματα και είδαν το πρόσωπόν του να είναι σαν πρόσωπο αγγέλου.

Είπε τότε ο αρχιερεύς, «Έτσι έχουν τα πράγματα;».
Ο Στέφανος είπε, «Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε. Ο ένδοξος Θεός εφανερώθηκε εις τον πατέρα μας Αβραάμ, όταν ήτο εις την Μεσοποταμίαν πρις κατοικήση εις την Χαρράν, και του είπε, Φύγε από την χώραν σου και από τους συγγενείς σου και έλα εις την χώραν που θα σού δείξω. Τότε έφυγε από την χώραν των Χαλδαίων και κατώκησε εις την Χαρράν. Από εκεί μετά τον θάνατον του πατέρα του, ο Θεός τον έφερε να κατοικήση εις την χώραν αυτήν, εις την οποίαν σείς τώρα κατοικείτε. Δεν του έδωκε όμως κληρονομίαν εις αυτήν ούτε ένα βήμα, αλλά υποσχέθηκε να την δώση ως ιδιοκτησίαν εις αυτόν και τους απογόνους του ύστερα από αυτόν, αν και δεν είχε παιδί.

Αλλ’ ο Σολομών ήτο εκείνος που του οικοδόμησε οίκον. Ο Ύψιστος όμως δεν κατοικεί εις χειροποιήτους ναούς, καθώς ο προφήτης λέγει: Ο ουρανός είναι ο θρόνος μου, η δε γη υποπόδιον των ποδιών μου. Τι είδους οίκον θα μου οικοδομήσετε, λέγει ο Κύριος, η ποιός είναι ο τόπος της αναπαύσεώς μου; Το χέρι μου δεν τα εδημιούργησε όλα αυτά; Σκληροτράχηλοι, με απερίτμητη καρδιά και αυτιά, σείς πάντοτε
αντιτίθεστε προς το Πνεύμα το Άγιον, όπως οι πρόγονοί σας έτσι και σείς.

Ποιόν από τους προφήτας δεν κατεδίωξαν οι πρόγονοί σας; Εσκότωσαν εκείνους που επροφήτευσαν τον ερχομόν του Δικαίου, και τώρα εγίνατε σείς προδόται του και φονηάδες του·σείς που επήρατε τον νόμον εις εντολάς, που εδόθησαν δι’ αγγέλων, και όμως δεν το εφυλάξατε.

Ενώ άκουαν αυτά, ωργίσθησαν και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον του. Αλλ’ ο Στέφανος γεμάτος Πνεύμα Άγιον προσήλωσε το βλέμμα του εις τον ουρανόν και είδε την δόξαν του Θεού και τον Ιησούν να στέκεται εις τα δεξιά του Θεού, και είπε, «Βλέπω τους ουρανούς ανοικτούς και τον Υιόν του ανθρώπου να στέκεται εις τα δεξιά του Θεού».

Αυτοί εφώναξαν με δυνατήν φωνήν, εβούλωσαν τα αυτιά τους και ώρμησαν όλοι μαζί επάνω του, και αφού τον έβγαλαν έξω από την πόλιν, τον ελιθοβολούσαν. Οι μάρτυρες έβαζαν τα ενδύματά τους κοντά στα πόδια κάποιου νέου, που ωνομάζετο Σαύλος και λιθοβολούσαν τον Στέφανον, ο οποίος επεκαλείτο και έλεγε, «Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου». Αφού δε εγονάτισε εφώναξε με φωνήν δυνατήν, «Κύριε, μη λογαριάσης εις αυτούς την αμαρτίαν αυτήν». Καί λέγοντας αυτό εξέπνευσε.
Ο δε Σαύλος παρευρίσκετο επιθυμώντας ομοίως τη θανάτωσή του.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ  Κατά Ματθαίον (β΄ 13-23)

Αναχωρησάντων των μάγων, ιδού άγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ όναρ τω Ιωσήφ λέγων· εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και φεύγε εις Αίγυπτον, και ίσθι εκεί έως αν είπω σοι· μέλλει γαρ Ηρώδης ζητείν το παιδίον του απολέσαι αυτό. Ο δε εγερθείς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού νυκτός και ανεχώρησεν εις Αίγυπτον, και ην εκεί έως της τελευτής Ηρώδου, ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου διά του προφήτου λέγοντος· εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου.

Τότε Ηρώδης ιδών ότι ενεπαίχθη υπό των μάγων, εθυμώθη λίαν, και αποστείλας ανείλε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτής από διετούς και κατωτέρω, κατά τον χρόνον ον ηκρίβωσε παρά των μάγων. Τότε επληρώθη το ρηθέν υπό Ιερεμίου του προφήτου λέγοντος· φωνή εν Ραμά ηκούσθη, θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς· Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής, και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν. Τελευτήσαντος δε του Ηρώδου ιδού άγγελος Κυρίου κατ᾿ όναρ φαίνεται τω Ιωσήφ εν Αιγύπτω λέγων· εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πορεύου εις γην Ισραήλ· τεθνήκασι γαρ οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου.

Ο δε εγερθείς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και ήλθεν εις γην Ισραήλ. Ακούσας δε ότι Αρχέλαος βασιλεύει επί της Ιουδαίας αντί Ηρώδου του πατρός αυτού, εφοβήθη εκεί απελθείν· χρηματισθείς δε κατ᾿ όναρ ανεχώρησεν εις τα μέρη της Γαλιλαίας, και ελθών κατώκησεν εις πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, όπως πληρωθή το ρηθέν διά των προφητών ότι Ναζωραίος κληθήσεται.

Απόδοση στη νεοελληνική:

Όταν ανεχώρησαν οι μάγοι, ο άγγελος του Κυρίου εμφανίζεται εις τον Ιωσήφ σε όνειρον και του λέγει, «Σήκω, πάρε το παιδί και την μητέρα του και φύγε εις την Αίγυπτον και μείνε εκεί, έως ότου σού πω, διότι ο Ηρώδης σκοπεύει να αναζητήση το παιδί διά να το σκοτώση». Όταν ο Ιωσήφ εξύπνησε, επήρε νύχτα το παιδί και την μητέρα του και ανεχώρησεν εις την Αίγυπτον και έμεινεν εκεί μέχρι του θανάτου του Ηρώδη, διά να εκπληρωθή εκείνο που ελέχθη από τον Κύριον διά του προφήτου, «Εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου».

Τότε ο Ηρώδης, επειδή είδε ότι εξαπατήθηκε από τους μάγους, εθύμωσε πάρα πολύ και έστειλε και εσκότωσε όλα τα παιδιά εις την Βηθλεέμ και εις όλα τα περίχωρά της από δύο ετών και κάτω, σύμφωνα προς τον χρόνον, τον οποίον εξακρίβωσε από τους μάγους. Τότε εκπληρώθηκε εκείνο που ελέχθη διά του Ιερεμία του προφήτου, «Φωνή ακούσθηκε εις την Ραμά, θρήνος, κλάμα και μεγάλος οδυρμός. Ήτο η Ραχήλ που έκλαιε τα παιδιά της και δεν ήθελε να παρηγορηθή, διότι δεν υπάρχουν πλέον.

Μετά τον θάνατον του Ηρώδη, άγγελος του Κυρίου εμφανίζεται, εις όνειρο, εις τον Ίωσήφ, όταν ήτο εις την Αίγυπτον, και του λέγει, «Σήκω, πάρε το παιδί και την μητέρα του και πήγαινε εις την γην του Ισραήλ, διότι έχουν πεθάνει εκείνοι, που εζητούσαν την ζωήν του παιδιού». Αυτός δε όταν εξύπνησε, επήρε το παιδί και την μητέρα του και ήλθεν εις την γην του Ισραήλ. Επειδή όμως άκουσε ότι ο Αρχέλαος είναι βασιλεύς της Ιουδαίας αντί του πατέρα του Ηρώδη, φοβήθηκε να μεταβή εκεί. Εις όνειρον καθωδηγήθηκε από τον Θεόν και έφυγε εις τα μέρη της Γαλιλαίας. Καί όταν έφθασε, έμεινε εις πόλιν, που ωνομάζετο Ναζαρέτ, διά να εκπληρωθή εκείνο, το οποίον ελέχθη από τους προφήτας, ότι δηλαδή θα ονομασθή Ναζωραίος.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει Περισσότερα από τον συγγραφέα

Τα σχόλια είναι κλειστά.

Read previous post:
Ευαγγέλιο της Κυριακής 27 Δεκεμβρίου 2015 ( μετά την Χριστού Γέννησιν)
Ευαγγέλιο της Κυριακής 27 Δεκεμβρίου 2015 ( μετά την Χριστού Γέννησιν)

Θαύματα μεγάλα και πρωτοφανή εορτάζουμε τις ημέρες αυτές με κέντρο τη Γέννηση του Θεανθρώπου

Close