Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής 8 Νοεμβρίου
Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής 8 Νοεμβρίου Ζ’ Λουκά – Σύναξη Ταξιαρχών.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Προς Εβραίους (β΄ 2 – 10)
Ει γαρ ο δι’ αγγέλων λαληθείς λόγος εγένετο βέβαιος, και πάσα παράβασις και παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν, πως ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας; Ήτις αρχήν λαβούσα λαλείσθαι διά του Κυρίου, υπό των ακουσάντων εις ημάς εβεβαιώθη, συνεπιμαρτυρούντος του Θεού σημείοις τε και τέρασι και ποικίλαις δυνάμεσι και Πνεύματος Αγίου μερισμοίς κατά την αυτού θέλησιν.
Ου γαρ αγγέλοις υπέταξε την οικουμένην την μέλλουσαν, περί ης λαλούμεν, διεμαρτύρατο δε που τις λέγων· τι εστιν άνθρωπος ότι μιμνήσκη αυτού, η υιός ανθρώπου ότι επισκέπτη αυτόν;
Ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ’ αγγέλους, δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν, πάντα υπέταξας υποκάτω των ποδών αυτού· εν γαρ τω υποτάξαι αυτώ τα πάντα ουδέν αφήκεν αυτώ ανυπότακτον.
Νυν δε ούπω ορώμεν αυτώ τα πάντα υποτεταγμένα· τον δε βραχύ τι παρ’ αγγέλους ηλαττωμένον βλέπομεν Ιησούν διά το πάθημα του θανάτου δόξη και τιμή εστεφανωμένον, όπως χάριτι Θεού υπέρ παντός γεύσηται θανάτου. Έπρεπε γαρ αυτώ, δι’ ον τα πάντα και δι’ ου τα πάντα, πολλούς υιούς εις δόξαν αγαγόντα, τον αρχηγόν της σωτηρίας αυτών διά παθημάτων τελειώσαι.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Διότι εάν ο λόγος, ο οποίος εκηρύχθηκε δι’ αγγέλων, είχε κύρος και κάθε παράβασις και παρακοή έλαβε δικαίαν ανταπόδοσιν, πως θα ξεφύγωμεν εμείς, εάν δείξωμεν αμέλειαν διά μίαν τόσον μεγάλην σωτηρίαν; Η σωτηρία αυτή άρχισε να κηρύττεται από τον Κύριον, έπειτα μας εβεβαιώθηκε από εκείνους που την άκουσαν, και ο Θεός προσέθετε την μαρτυρίαν του με σημεία και τέρατα και με διάφορα θαύματα και με διαμοιρασμόν χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος σύμφωνα με την θέλησίν του.
Διότι ο Θεός δεν υπέταξε εις αγγέλους τον μέλλοντα κόσμον, διά τον οποίον μιλάμε. Διαβεβαίωσε τούτο ένας που λέγει κάπου, Τι είναι ο άνθρωπος, ώστε να τον θυμάσαι, η τι είναι ο υιός του ανθρώπου ώστε να τον προσέχης;
Τον έκαμες δι’ ολίγον χρόνον κατώτερον από τους αγγέλους, με δόξαν και τιμήν τον εστεφάνωσες και τον έκανες κυρίαρχον των έργων σου. Όλα τα υπέταξες κάτω από τα πόδια του. Αφού λοιπόν υπέταξε όλα εις αυτόν, δεν άφησε τίποτα ανυπότακτον εις αυτόν. Αλλά τώρα δεν βλέπομεν ακόμη να έχουν όλα υποταχθή εις τον άνθρωπον.
Βλέπομεν όμως τον Ιησούν, ο οποίος έγινε δι’ ολίγον χρόνον κατώτερος από τους αγγέλους, διά να γευθή, διά της χάριτος του Θεού, θάνατον διά κάθε άνθρωπον, να είναι στεφανωμένος με δόξα και τιμήν, λόγω του παθήματος του θανάτου. Διότι ήτο πρέπον δι’ αυτόν, διά τον οποίον και διά του οποίου υπάρχουν τα πάντα, προκειμένου να φέρη πολλούς υιούς εις την δόξαν, να κάνη τον αρχηγόν της σωρητίας των τέλειον διά των παθημάτων.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ Κατά Λουκάν (η΄ 41-56)
Τω καιρώ εκείνω, ήλθεν προς τον Ιησούν ανήρ ω όνομα Ιάειρος, και αυτός άρχων της συναγωγής υπήρχε· και πεσών παρά τους πόδας του Ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τον οίκον αυτού, ότι θυγάτηρ μονογενής ην αυτώ ως ετών δώδεκα, και αύτη απέθνησκεν. Εν δε τω υπάγειν αυτόν οι όχλοι συνέπνιγον αυτόν.
Καί γυνή ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα, ήτις ιατροίς προσαναλώσασα όλον τον βίον ουκ ίσχυσεν υπ᾿ ουδενός θεραπευθήναι, προσελθούσα όπισθεν ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού, και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής. Καί είπεν ο Ιησούς· τις ο αψάμενός μου; αρνουμένων δε πάντων είπεν ο Πέτρος και οι συν αυτώ· επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τις ο αψάμενός μου; Ο δε Ιησούς είπεν· ήψατό μου τις· εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ᾿ εμού.
Ιδούσα δε η γυνή ότι ουκ έλαθε, τρέμουσα ήλθε και προσπεσούσα αυτώ δι᾿ ην αιτίαν ήψατο αυτού απήγγειλεν αυτώ ενώπιον παντός του λαού, και ως ιάθη παραχρήμα.
Ο δε είπεν αυτή· θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εις ειρήνην.
Έτι αυτού λαλούντος έρχεταί τις παρά του αρχισυναγώγου λέγων αυτώ ότι τέθνηκεν η θυγάτηρ σου· μη σκύλλε τον διδάσκαλον. Ο δε Ιησούς ακούσας απεκρίθη αυτώ λέγων· μη φοβού· μόνον πίστευε, και σωθήσεται.
Ελθών δε εις την οικίαν ουκ αφήκεν εισελθείν ουδένα ει μη Πέτρον και Ιωάννην και Ιάκωβον και τον πατέρα της παιδός και την μητέρα έκλαιον δε πάντες και εκόπτοντο αυτήν. Ο δε είπε· μη κλαίετε· ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει. Καί κατεγέλων αυτού, ειδότες ότι απέθανεν.Αυτός δε εκβαλών έξω πάντας και κρατήσας της χειρός αυτής εφώνησε λέγων· η παίς, εγείρου. Καί επέστρεψε το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα, και διέταξεν αυτή δοθήναι φαγείν. Καί εξέστησαν οι γονείς αυτοίς. Ο δε παρήγγειλεν αυτοίς μηδενί ειπείν το γεγονός.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό εκείνο, ήλθε προς τον Ιησού κάποιος, ονομαζόμενος Ιάειρος, ο οποίος ήτο αρχισυνάγωγος, και έπεσε εις τα πόδια του Ιησού και τον παρακαλούσε να έλθη εις το σπίτι του, διότι είχε μια μοναχοκόρη, ηλικίας περίπου δώδεκα ετών, που ήτο ετοιμοθάνατη. Ενώ δε ο Ιησούς επήγαινε, ο κόσμος τον συνέθλιβε.
Κάποια γυναίκα, που έπασχε από αιμορραγίαν δώδεκα χρόνια και είχε εξοδέψει όλην την περιουσίαν της σε γιατρούς και δεν μπόρεσε να θεραπευθή από κανένα, ήλθε κοντά του από πίσω, άγγιξε την άκρη του ενδύματός του και αμέσως εσταμάτησε η αιμορραγία της. Καί ο Ιησούς είπε, «Ποιός με άγγιξε;». Επειδή δε όλοι το ηρνούντο, είπε ο Πέτρος και όσοι ήσαν μαζί του: «Διδάσκαλε, ο κόσμος σε έχει περικυκλωμένον και σε συνθλίβει και συ λες, «Ποιός με άγγιξε;». Ο Ιησούς όμως είπε, «Κάποιος με άγγιξε, διότι αισθάνθηκα ότι εβγήκε δύναμις από εμένα».
Όταν είδε η γυναίκα ότι δεν διέφυγε την προσοχήν, ήλθε με τρόμον, έπεσε στα πόδια του, και του είπε μπροστά σ’ όλον τον κόσμο την αιτίαν, διά την οποίαν τον άγγιξε και πως αμέσως εθεραπεύθηκε.
Αυτός δε της είπε, «Έχε θάρρος, κόρη μου, η πίστις σου σε έσωσε, πήγαινε εις ειρήνην».
Ενώ ακόμη μιλούσε, έρχεται κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου και του λέγει, «Η θυγατέρα σου πέθανε, μην ενοχλής πλέον τον διδάσκαλον». Ο δε Ιησούς, όταν το άκουσε, του είπε, «Μη φοβάσαι· μόνον πίστευε και θα γίνη καλά».
Όταν έφθασε εις το σπίτι, δεν επέτρεψε σε κανένα να μπη μαζί του, παρά εις τον Πέτρον, τον Ιωάννην και τον Ιάκωβον και εις τον πατέρα του κοριτσιού και εις την μητέρα.
Έκλαιγαν δε όλοι και την θρηνολογούσαν. Αυτός δε είπε, «Μην κλαίτε· δεν επέθανε αλλά κοιμάται». Καί τον ειρωνεύοντο, διότι ήξεραν ότι είχε πεθάνει.
Αλλ’ αυτός αφού έβγαλε όλους έξω, έπιασε το χέρι της και εφώναξε, «Κορίτσι, σήκω επάνω». Καί επέστρεψε το πνεύμα της, εσηκώθηκε αμέσως, και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν να φάγη. Οι γονείς της εξεπλάγησαν, αυτός δε τους παρήγγειλε να μη πούν σε κανένα τι συνέβη.
Τα σχόλια είναι κλειστά.