Ἀπόστολος | Εὐαγγέλιον | Ἦχος – Ἑωθινόν Εὐαγγέλιον
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β’ Α´ 8 – 11
8 Δεν θέλομεν δε να αγνοήτε, αδελφοί, την θλίψιν που μας ευρήκεν εις την Ασίαν, διότι εταλαιπωρήθημεν παρά πολύ υπερβολικά μεγάλο βάρος θλίψεων και δοκιμασιών έπεσεν επάνω μας, παραπάνω από την δύναμίν μας, ώστε να χάσωμεν κάθε ελπίδα και δι’ αυτήν ακόμη την ζωήν μας. 9 Ολα δε αυτά έγιναν αιτία, ώστε ημείς οι ίδιοι να πάρωμεν σαν απάντησιν από τα γεγονότα την πληροφορίαν και την βεβαιότητα, ότι πρόκειται να αποθάνωμεν. Επέτρεψε δε ο Κυριος τους φοβερούς αυτούς και θανασίμους κινδύνους δια να μη έχωμεν πεποίθησιν στον εαυτόν μας, αλλ’ στον Θεόν, ο οποίος ανασταίνει τους νεκρούς. 10 Αυτός μας εγλύτωσεν από ένα τόσον μεγάλον και βέβαιον κίνδυνον θανάτου και μας γλυτώνει. Εις αυτόν δε έχομεν αναθέσει τας ελπίδας μας, ότι και στο μέλλον θα μας γλυτώση και από άλλους κινδύνους, 11 αφού και σεις υποβοηθείτε και συνεργείτε με τας προσευχάς σας υπέρ ημών προς τον Θεόν, ώστε το δώρον που θα μας χαρίση ο Θεός, η περιφρούρησις δηλαδή της ζωής μας από τους κινδύνους, να ομολογηθή και να αναγνωρισθή ως δωρεά του από πολλά πρόσωπα, από ημάς δηλαδή και από σας. Και έτσι να αναπεμφθή με πολλούς τρόπους θερμή ευχαριστία προς τον Κυριον δι’ ημάς.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 1 – 10
1 Οταν δε ετελείωσε ο Κυριος όλα τα λόγια αυτά προς το πλήθος, που με προσοχήν τον ήκουε, εισήλθε εις την Καπερναούμ. 2 Καποιου δε εκατοντάρχου ο δούλος ήτο ασθενής πολύ βαρειά και επρόκειτο να αποθάνη. Και ο δούλος αυτός ήτο δια την τιμιότητα και υπακοήν του πολύ αγαπητός στον εκατόνταρχον. 3 Οταν δε ο εκατόνταρχος επληροφορήθηκε περί του Ιησού, έστειλε προς αυτόν μερικούς πρεσβυτέρους των Ιουδαίων, παρακαλών αυτόν να έλθη και σώση τον δούλον του. 4 Αυτοί δε, αφού ήλθαν στον Ιησούν, τον παρακαλούσαν με θερμόν ενδιαφέρον και επιμονήν λέγοντες, ότι αξίζει ο εκατόνταρχος να του κάμης αυτήν την χάριν, 5 διότι αγαπά το έθνος μας και με ιδικά του χρήματα έκτισε την συναγωγήν. 6 Ο δε Ιησούς επήγαινε μαζή με αυτούς. Και όταν επλησίαζε στο σπίτι, έστειλε προς αυτόν ο εκατόνταρχος μερικούς φίλους του και του είπε· “Κυριε, μη ενοχλείσαι· διότι δεν είμαι εγώ άξιος να εισέλθης κάτω από την στέγην μου. 7 Δι’ αυτό και ούτε τον ευατόν μου έκρινα άξιον να έλθω προς σε. Αλλά πες μόνον λόγον, δώσε προσταγήν και θα θεραπευθή αμέσως ο υπηρέτης μου. 8 Διότι και εγώ είμαι άνθρωπος, που θέτω τον ευατόν μου κάτω από την εξουσίαν των ανωτέρων μου, έχω όμως και εγώ υπό την εξουσίαν μου στρατιώτας και λέγω στούτον, πήγαινε και πηγαίνει και στον άλλον, έλα και έρχεται και στον υπηρέτην μου, κάμε τούτο και το κάμνει. Πολύ περισσότερον ο ιδικός σου λόγος θα γίνη αμέσως έργον”. 9 Οταν ήκουσε αυτά ο Ιησούς, εθαύμασε τον εκατόνταρχον, και αφού εγύρισε προς τον λαόν, που ακολουθούσε, είπε· “σας λέγω ότι ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών, που είναι παρασκευασμένοι από τον νόμον και τους προφήτας, δεν ευρήκα τόσον μεγάλην πίστιν”. (Αμέσως δε την στιγμήν εκείνην εθεράπευσε με την άπειρόν του δύναμιν τον δούλον, χωρίς να τον επισκεφθή στο σπίτι”. 10 Και όταν οι απεσταλμένοι του εκατοντάρχου επέστρεψαν στο σπίτι, ευρήκαν τον ασθενή δούλον εντελώς υγιή.
Τα σχόλια είναι κλειστά.