Κάθησα στο διπλανό στασίδι και ακούμπησα επάνω του τον σταυρό μου που έχει Τίμιο Ξύλο. Τινάχθηκε επάνω· σηκώθηκε και πήγε στην άλλη μεριά. Όταν έφυγε λίγο ο κόσμος, πήγα με τρόπο δίπλα του. Πάλι τα ίδια. Κατάλαβα ότι πράγματι είχε δαιμόνιο.
Αυτά είναι θαύματα. Να σε σταματάει ένα νέο παιδί και να σου λέει «Θέλω να μιλήσουμε πατερ κάτι βαραίνει την συνείδηση μου και θέλω να στο πω». Ναι αυτό το παιδί !
Την κάλυψη του νεκρού με τα χώματα και την επακόλουθη σήψη του σώματος. Πως θα ήταν ο άνθρωπος, εάν δεν υπήρχε η πτώση των πρωτοπλάστων; Διαρκής χαρά, κανένα ερώτημα για την αιώνια μακαριότητά μας. Τώρα «σκωλήκων βρώμα και δυσωδία». Επάνω…