Ένιωθα να πνίγομαι. Χανόμουν. Κανένα έλεος. Καμία βοήθεια. Απώλεια. Σκότος. Πήρα ανάσα. Ξύπνησα… μέσα στο ιλαρό φως του καντηλιού μου. Η καρδιά μου κτυπούσε σε ρυθμούς φόβου. «Κύριε, ελέησόν με…» ψιθύριζα δειλά, λες και απέφευγα να με…
«Τις πρώτες δύο-τρεις βραδιές που ήρθα και έμεινα στο ασκητήριο του γερό-Ιωσήφ ως κοσμικός, ο διάβολος τέτοια λύσσα είχε, που δε μ’ άφηνε να κοιμηθώ και να κάνω προσευχή.