Ένας ασκητής βλέποντας την αδικία πού υπάρχει στον κόσμο προσευχόταν στο Θεό και του ζητούσε να του αποκαλύψει το λόγο που δίκαιοι και ευλαβείς άνθρωποι δυστυχούν και βασανίζονται άδικα, ενώ άδικοι και αμαρτωλοί πλουτίζουν και αναπαύονται.
Εάν δεν το αγαπούσαμε, θα μας έφευγε. Το αγαπάμε, το θέλομε, το τρέφομε και αγωνιούμε στην πραγματικότητα μήπως μας φύγη, έστω και αν προσευχώμεθα να μας το πάρη ο Θεός. Αυτή η προσευχή είναι ένα “ξεγέλασμα” του εαυτού μας και του Θεού”.
Σκαρφαλωμένα τα παιδιά σε μια δασόφυτη πλαγιά του γραφικού Πηλίου, έξω από την Πορταριά, απολάμβαναν, μέρες Αυγούστου, στην όμορφη χριστιανική τους Κατασκηνωση αγνή ψυχαγωγία και πλούσιες πνευματικές ευκαιρίες.…
Οι άφρονες σοφοί του αιώνα μας, που θεωρούν τον εαυτό τους «σοφό», νομίζοντας ότι γνωρίζουν τα πάντα και κατά κάποιον τρόπο θα φέρουν τη μακαριότητα στους ανθρώπους πάνω στη γη στην πραγματικότητα «ηγάπησαν μάλλον το σκότος ή το φως